
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ- Διαδικτυακό Σεμινάριο «Δίκαιο Ασύλου και Προσφύγων: Σύγχρονες Ευρωπαϊκές Εξελίξεις»
1η Θεματική Ενότητα: «Διεθνής Προστασία Προσφύγων»
Την Πέμπτη 27 Απριλίου 2023 πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά, μέσω τής ηλεκτρονικής πλατφόρμας Webex, η πρώτη συνάντηση του σεμιναρίου «Δίκαιο Ασύλου και Προσφύγων: Σύγχρονες Ευρωπαϊκές Εξελίξεις», το οποίο διοργάνωσε το Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet τού Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το ειδικότερο θέμα τής πρώτης αυτής συνάντησης ήταν η «Διεθνής Προστασία των Προσφύγων».
Την συζήτηση συντόνισε ο Επίκουρος Καθηγητής τού Πανεπιστημίου Αιγαίου, και Επιστημονικός Διευθυντής τού Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας Jean Monnet τού ΕΚΠΑ, κος Ιωάννης Στριμπής, ο οποίος καλωσόρισε τους εισηγητές και τους εκπαιδευόμενους, και έκανε μια σύντομη αναδρομή στην υπερεικοσαετή ιστορία τού Κέντρου Jean Monnet.
Ο πρώτος ομιλητής, κος Βασίλης Αυδής, Νομικός Σύμβουλος Γραφείου Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, πραγματεύτηκε το ειδικότερο θέμα τής κτήσης τής προσφυγικής ιδιότητας, αναλύοντας ταυτόχρονα το σχετικό νομικό πλαίσιο και τις ρήτρες υπαγωγής, παύσης και αποκλεισμού από το καθεστώς τού πρόσφυγα σύμφωνα με την Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Αρχικά, παρουσίασε την Ύπατη Αρμοστεία και την Εντολή της -άλλως τις αρμοδιότητές της ως επικουρικού αργάνου τού ΟΗΕ- η οποία περιλαμβάνει την προστασία των αιτούντων άσυλο, των προσφύγων, των ανιθαγενών, των εσωτερικά εκτοπισμένων και των επαναπατρισθέντων. Ακολούθως, αναφέρθηκε στην Σύμβαση τής Γενεύης τού 1951 για το Καθεστώς τών Προσφύγων, και δη στον προαιρετικό γεωγραφικό («εν Ευρώπη») και χρονικό («προ της 1ης Ιανουαρίου 1951») περιορισμό εφαρμογής της, οι οποίοι ήρθησαν αμφότεροι με το Πρωτόκολλο τής Νέας Υόρκης τού 1967. Όσον αφορά το περιεχόμενό της, η Σύμβαση ορίζει ποιος είναι πρόσφυγας, τα δικαιώματά του, το εφαρμοστέο δίκαιο και τις υποχρεώσεις των κρατών, και δη την θεμελιώδη υποχρέωση τής μη επαναπροώθησης. Από την άλλη, στην Σύμβαση δεν προβλέπεται διαδικασία εξέτασης αιτημάτων ασύλου/αναγνώρισης προσφύγων, της οποίας ο καθορισμός έγκειται στην αρμοδιότητα των κρατών. Ο κος Αυδής εξήγησε τις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν προκειμένου ένα πρόσωπο να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, καθώς και εκείνες τις οποίες, αν συντρέχουν, αποκλείουν ένα πρόσωπο από την διεθνή προστασία επειδή είτε δεν την χρειάζεται είτε δεν είναι άξιο αυτής. Ανέφερε επίσης τις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να πληρούνται για να υπαχθεί ένα πρόσωπο στο καθεστώς τής επικουρικής προστασίας, όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή στο προσφυγικό καθεστώς. Στην ΕΕ, συγκεκριμένα, οι περιπτώσεις αυτές καλύπτονται με την εφαρμογή τού αρ. 2(στ) τής Οδηγίας 2011/1995. Τέλος, ο κος Αυδής παρουσίασε συνοπτικά το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο αναφορικά με την διεθνή προστασία, καθώς και τα κύρια στάδια τής ελληνικής διαδικασίας ασύλου.
Η δεύτερη ομιλήτρια, κα Λυδία-Μαρία Μπολάνη, Υπεύθυνη Θεμάτων Προστασίας στο Γραφείο Ελλάδος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ανέλυσε το θέμα των δικαιωμάτων των αναγνωρισμένων προσφύγων. Κατ’ αρχάς, παρουσίασε το διεθνές, ενωσιακό και εσωτερικό νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τα δικαιώματα των δικαιούχων διεθνούς προστασίας, ήτοι των προσφύγων και των δικαιούχων επικουρικής προστασίας. Ειδικότερα, αναφέρθηκε στην έκδοση τής άδειας διαμονής και τα προβλήματα τα οποία ανακύπτουν στην πράξη κατά την διαδικασία έκδοσης, και στην αρχή τής διατήρησης τής οικογενειακής ενότητας, από την οποία απορρέει το παράγωγο καθεστώς των μελών τής οικογένειας τού πρόσφυγα, στα οποία δεν συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις για να αναγνωριστούν τα ίδια ως πρόσφυγες. Το δε παράγωγο αυτό καθεστώς οδηγεί στην έκδοση αδειών διαμονής ίσης διάρκειας με αυτής τού μέλους αναγνωρισμένου πρόσφυγα, επί τω τέλει της διατήρησης της οικογενειακής ενότητας. Αναφορικά με το δικαίωμα στην εργασία, την πρόσβαση σε κατάλυμα, την κοινωνική αρωγή, το δικαίωμα στην υγεία και την εκπαίδευση, την διοικητική συνδρομή και το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση, το οποίο η Ελλάδα αναγνωρίζει μόνο στους πρόσφυγες και όχι στους δικαιούχους επικουρικής, η ομιλήτρια, πέραν τών σχετικών νομοθετικών κειμένων, ανέφερε και τα πολλά εμπόδια που συναντώνται στην πράξη. Επεσήμανε εξ άλλου ότι το θέμα των δευτερογενών μετακινήσεων από την Ελλάδα προς άλλες χώρες τής ΕΕ, το οποίο σχετίζεται αμέσως με τα ως άνω δικαιώματα σε νομοθετικό και πρακτικό επίπεδο, συζητάται έντονα στην ΕΕ. Η κα Μπολάνη έκλεισε την παρουσίασή της με μια σύντομη αναφορά στο καθεστώς τής προσωρινής προστασίας το οποίο χορηγήθηκε στους πρόσφυγες από την Ουκρανία δυνάμει τής ανενεργού έως το 2022 Οδηγίας 2001/55.
Μετά από την ολοκλήρωση των εισηγήσεων, ακολούθησε συζήτηση υπό τον συντονισμό του κου Στριμπή.
2η Θεματική Ενότητα: «Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου (ΚΕΣΑ): Δημιουργία – Εξέλιξη – Ισχύον δίκαιο»
Την Πέμπτη 4 Μαΐου 2023 πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά, η δεύτερη συνάντηση τού σεμιναρίου
«Δίκαιο Ασύλου και Προσφύγων: Σύγχρονες Ευρωπαϊκές Εξελίξεις», το οποίο διοργανώνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet τού Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το ειδικότερο θέμα τής δεύτερης αυτής συνάντησης ήταν το «Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου (ΚΕΣΑ): Δημιουργία – Εξέλιξη – Ισχύον δίκαιο».
Την συζήτηση συντόνισε ο Επίκουρος Καθηγητής τού Πανεπιστημίου Αιγαίου, και Επιστημονικός Διευθυντής τού Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας Jean Monnet τού ΕΚΠΑ, κος Ιωάννης Στριμπής, ο οποίος καλωσόρισε τους εισηγητές και τους εκπαιδευομένους, και έκανε μία σύντομη εισαγωγή στο θέμα τής συνάντησης, το ΚΕΣΑ.
Ο πρώτος ομιλητής, κος Μανώλης Περάκης, Αναπληρωτής Καθηγητής στην Νομική Σχολή τού ΕΚΠΑ και μέλος τού Δ.Σ. τού Κέντρου Αριστείας Jean Monnet, ανέλυσε τα νομικά ζητήματα τής Κοινής Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας τού 2016. Ο ομιλητής αρχικά εξέφρασε την αμφιβολία του για το αν η Κοινή Δήλωση αποτελεί συμφωνία σε νομικό επίπεδο, επισημαίνοντας όμως ότι στην πράξη εξακολουθεί να διέπει τις σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας αναφορικά με το μεταναστευτικό. Στην συνέχεια, περιέγραψε το χρονικό της πλαίσιο, καθιστώντας έτσι αντιληπτό τον λόγο και την φιλοσοφία πίσω από την σύναψή της (εμφύλιος στην Συρία ο οποίος μόνο την διετία 2015-16 προξένησε κύμα 5 εκ. προσφύγων, εκ των οποίων το 1 εκ. έφθασε στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας). Ο κος Περάκης παρουσίασε το περιεχόμενο της Κοινής Δήλωσης, και εξέτασε τα νομικά της ζητήματα, και δη την νομική της φύση. Η Κοινή Δήλωση δεν αποτελεί νομικά δεσμευτική διεθνή συμφωνία, όπως απεφάνθησαν και η Νομική Υπηρεσία τού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά και το ΓΔΕΕ και το ΔΕΕ. Περαιτέρω, εξετάστηκε το ζήτημα τής Τουρκίας ως
ασφαλούς τρίτης χώρας σε σχέση με την Οδηγία 2013/32, η οποία μεταφέρει στο ενωσιακό δίκαιο τις ρυθμίσεις τής Σύμβασης τής Γενεύης, και ειδικότερα σε σχέση με τις ελάχιστες προδιαγραφές τις οποίες η ως άνω Οδηγία θέτει προκειμένου μια τρίτη χώρα να χαρακτηριστεί από τα κράτη μέλη ως ασφαλής. Διατυπώθηκαν δε βάσιμες αμφιβολίες σχετικά με το αν η Τουρκία πληροί τις ελάχιστες αυτές προδιαγραφές, παρά την άποψη τής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ότι αυτές πληρούνται. Ακολούθως, ο ομιλητής επεσήμανε τα ζητήματα πρακτικής εφαρμογής τής Κοινής Δήλωσης, όπως την έλλειψη τεχνικών δυνατοτήτων, την κατανομή των προσφύγων ανάμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με την αρχή «ένας για κάθε έναν», και το ζήτημα τού τρόπου με τον οποίο η Τουρκία χρησιμοποιεί την αποχώρησή της από την Κοινή Δήλωση για να αποσπάσει και άλλα ανταλλάγματα από την ΕΕ. Ο κος Περάκης έφερε, επίσης, παραδείγματα νομολογιακής αντιμετώπισης της Κοινής Δήλωσης, και δη από
το ΣτΕ. Έκλεισε δε την εισήγησή του αποτυπώνοντας την σημερινή κατάσταση με αριθμούς αιτούντων άσυλο που είτε έχουν επαναπροωθηθεί στην Τουρκία είτε έχουν προωθηθεί από την Τουρκία σε κράτη μέλη τής ΕΕ, και θέτοντας το καίριο ερώτημα αν η Κοινή Δήλωση ήταν στην πράξη αποτελεσματική, αν έφερε εν τέλει κάποια αλλαγή, παρά τα νομικά και πραγματικά προβλήματά της.
Ο δεύτερος ομιλητής, κος Αναστάσιος Μπρακατσούλας, Διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Δικαίου Νομικής ΕΚΠΑ και Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής ΕΚΠΑ, παρουσίασε την ιστορική εξέλιξη και τις γενικές νομικές αρχές τού ΚΕΣΑ. Η, πριν από το ΚΕΣΑ, πρώτη περίοδος καλύπτει τις προσπάθειες για κοινή ρύθμιση των θεμάτων ασύλου από το 1990 με την διεθνή Σύμβαση του Δουβλίνου περί καθορισμού του υπευθύνου για εξέταση αιτήσεως ασύλου κράτους (“Δουβλίνο Ι”) και το 1992 με την Συνθήκη τού Μάαστριχτ έως το 1997(1999) με την Συνθήκη τού Άμστερνταμ. Η δεύτερη περίοδος τού ΚΕΣΑ ξεκινάει το 1999 με τα συμπεράσματα τού Τάμπερε, συνεχίζεται με τον ΧΘΔ τής ΕΕ το 2000, με τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙ το 2003 και με την νομοθέτηση έξι οδηγιών, και τελειώνει το 2005 με το Πρόγραμμα Χάγης 2004-2009. Τα ορόσημα τής τρίτης περιόδου, η οποία διαρκεί έως σήμερα, είναι η Συνθήκη τής Λισαβόνας το 2007, το Πρόγραμμα Στοκχόλμης το 2009, οι Προτάσεις τής Επιτροπής για το Νέο Σύμφωνο για την Μετανάστευση και το Άσυλο το 2020 και η Στρατηγική 2019-2024. Ο ομιλητής αναφέρθηκε και στις θεμελιώδεις νομικές αρχές τού ΚΕΣΑ, όπως προκύπτουν από τα σχετικά άρθρα 77-85 ΣΛΕΕ: συντρέχουσα αρμοδιότητα ΕΕ – κρατών μελών, συνήθης νομοθετική διαδικασία για θέσπιση δικαίου, πλήρης δικαιοδοσία ΔΕΕ για θέματα ΧΕΑΔ, και αρχές επικουρικότητας και αναλογικότητας. Ο κος Μπρακατσούλας στην συνέχεια παρουσίασε το νομικό πλαίσιο τού συστήματος ασύλου [άρθρα 3 ΣΕΕ, 67(2), 78, 79(1), 80 ΣΛΕΕ, Πρωτόκολλο 24 ΣΛΕΕ], καθώς και τα άρθρα 18 και 19 τού ΧΘΔ. Τέλος, ανέλυσε ορισμένες έννοιες ευρύτερου διεθνούς νομικού πλαισίου, όπως αυτές του πληθυσμού και της επικρατείας, του φορέα δικαιωμάτων και της αντίρροπης σχέσης ελευθερίας και ασφάλειας.
Η τρίτη ομιλήτρια, κυρία Κοραλία Κοντού, Υπεύθυνη Διαχείρισης Έργων στην Διεύθυνση Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Δικηγόρος, επικεντρώθηκε στις πρόσφατες εξελίξεις μετά το 2013 στο παράγωγο Ευρωπαϊκό Δίκαιο του ΚΕΣΑ, το οποίο αποτελεί το ισχύον θεσμικό πλαίσιο. Χρησιμοποίησε ένα διάγραμμα για να περιγράψει τα στάδια χορήγησης ασύλου, από το πρώτο που είναι η αποστολή δακτυλικών αποτυπωμάτων στην Eurodac, μέχρι το τελευταίο, που είναι η συνέντευξη για την χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας. Στην συνέχεια, ανέλυσε ειδικά την Οδηγία 2013/32/EΕ για τις διαδικασίες ασύλου, η οποία αποσαφηνίζει και επιταχύνει τις διαδικασίες αίτησης ασύλου σε σχέση με την προηγούμενη Οδηγία,
και καθιερώνει ευνοϊκότερες συνθήκες για τους αιτούντες άσυλο που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, και συγκεκριμένα για τους ασυνόδευτους ανηλίκους και τα θύματα βασανιστηρίων. Ακολούθησε η παρουσίαση της Οδηγίας 2013/33/EΕ για τις συνθήκες υποδοχής, σύμφωνα με την οποία, εν αναμονή της απόφασης χορήγησης ασύλου, προσφέρονται στους αιτούντες στέγαση, υγειονομική και ψυχολογική περίθαλψη και απασχόληση. Πιο σημαντικό της μέτρο αποτελεί ο ορισμός της κράτησης ως εσχάτου μέτρου, το οποίο οφείλει να είναι αναγκαίο και αναλογικό. Η κυρία Κοντού συνέχισε με την Οδηγία 2011/95/EU για την αναγνώριση των αιτούντων άσυλο ή για τις ελάχιστες απαιτήσεις, η οποία θεωρείται ως η πιο σημαντική αναθεωρημένη Οδηγία, καθώς ενοποιεί σχεδόν πλήρως τα δικαιώματα που χορηγούνται στους δικαιούχους επικουρικής προστασίας και στους πρόσφυγες, ενώ για πρώτη
φορά συνεκτιμά το συμφέρον του παιδιού και το ζήτημα του φύλου στην διαδικασία αίτησης ασύλου.
Επιπλέον, ανέλυσε τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ (2013/604), βασική αρχή του οποίου είναι ότι η ευθύνη
για την διαχείριση της αίτησης βαραίνει πρωτίστως το κράτος μέλος που διαδραμάτισε τον μεγαλύτερο ρόλο στην είσοδο και την διαμονή του αιτούντος στην ΕΕ. Η ομιλήτρια ολοκλήρωσε την παρουσίαση της με τον Κανονισμό Eurodac (2013/603) ο οποίος θέσπισε την κεντρική βάση δεδομένων όλων των δακτυλικών αποτυπωμάτων αιτούντων άσυλο, και οι λειτουργίες του οποίου περιλαμβάνουν την αποθήκευση και σύγκριση των αποτυπωμάτων μεταξύ των βάσεων δεδομένων όλων των κρατών μελών. Παλαιότερα, η χρήση της Eurodac αφορούσε αποκλειστικά στην χορήγηση ασύλου, αλλά πλέον, σε συνεργασία με την Europol, χρησιμοποιείται και για την πρόληψη και διερεύνηση εγκλημάτων όπως η τρομοκρατία.
Μετά από την ολοκλήρωση των εισηγήσεων, ακολούθησε συζήτηση υπό τον συντονισμό του κυρίου
Στριμπή.
3η Θεματική Ενότητα: «Νέο Σύμφωνο για την Μετανάστευση – Ένοπλη σύρραξη στην Ουκρανία και εξελίξεις στο δίκαιο ασύλου»
Την Πέμπτη 11 Μαΐου 2023 πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά, μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας Webex, η τρίτη συνάντηση τού σεμιναρίου «Δίκαιο Ασύλου και Προσφύγων: Σύγχρονες Ευρωπαϊκές Εξελίξεις», το οποίο διοργανώνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet τού Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το ειδικότερο θέμα τής τρίτης αυτής συνάντησης ήταν το «Νέο Σύμφωνο για την Μετανάστευση – Ένοπλη σύρραξη στην Ουκρανία και εξελίξεις στο δίκαιο ασύλου».
Την συζήτηση συντόνισε η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, και μέλος τού Δ.Σ. τού Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας Jean Monnet του ΕΚΠΑ, κυρία Ρεβέκκα – Εμμανουέλα Παπαδοπούλου, η οποία καλωσόρισε τους εισηγητές και τους εκπαιδευομένους, και έκανε μία σύντομη εισαγωγή στο θέμα τής συνάντησης, το Νέο Σύμφωνο για την Μετανάστευση και το Άσυλο (ΝΣΜΑ).
Η πρώτη ομιλήτρια, κυρία Μεταξία Κουσκουνά, τέως Επίκουρη Καθηγήτρια στην Νομική Σχολή ΕΚΠΑ και Εκτελεστική Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας Jean Monnet του ΕΚΠΑ, παρουσίασε τις εξελίξεις στο Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου (ΚΕΣΑ) από το 2015 μέχρι το προτεινόμενο Νέο Σύμφωνο για την Μετανάστευση και το Άσυλο (ΝΣΜΑ). Η κυρία Κουσκουνά ξεκίνησε με την παρατήρηση ότι η ΕΕ υπέστη πολύ σοβαρή κριτική για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε την κρίση τού 2015. Επιπλέον, ήρθε στην επιφάνεια η υφέρπουσα διαφωνία μεταξύ των κρατών μελών για τους τομείς ασύλου, μετανάστευσης και ελέγχου εξωτερικών συνόρων, οι οποίοι όμως πρέπει να διέπονται από την αλληλεγγύη, η οποία κατέχει εξέχουσα θέση στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΧΕΑΔ). Έτσι, έγιναν φανερές οι αδυναμίες τού νομικού πλαισίου, και κατά συνέπεια η ανάγκη τροποποίησής του.
Η Επιτροπή, στις αρχές Σεπτεμβρίου 2015 είχε ήδη υποβάλει Πρόταση αναθεώρησης του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η οποία όμως δεν ευδοκίμησε. Το 2016 επανήλθε με μία συνολική Πρόταση η οποία δεν περιείχε μόνο την αναθεώρηση του Δουβλίνο ΙΙΙ, αλλά και όλου τού πακέτου των νομοθετικών μέτρων που οργανώνουν το ΚΕΣΑ. Ούτε η Πρόταση αυτή προχώρησε. Παράλληλα με αυτήν, στην αναθεώρηση του 2016 περιλαμβανόταν και Πρόταση για τροποποίηση του Κανονισμού Eurodac, καθώς και Πρόταση για την αναβάθμιση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο σε Οργανισμό και διεύρυνση της εντολής του, η οποία υιοθετήθηκε με Κανονισμό το 2021. Η ομιλήτρια, αφού ανέλυσε τα μέτρα εκάστης Πρότασης, επεσήμανε ότι στόχος τους ήταν η πλήρης και συνολική μεταρρύθμιση του ΚΕΣΑ, ο οποίος δεν επιτεύχθηκε.
Στην συνέχεια, η κυρία Κουσκουνά επικεντρώθηκε στα τρία βασικά νομοθετήματα του ΝΣΜΑ, που προτάθηκε από την Επιτροπή τον Σεπτέμβριο τού 2020, και τα οποία είναι Προτάσεις Κανονισμών. Η Πρόταση Κανονισμού για την διαχείριση του ασύλου και της μετανάστευσης αποτελεί την βάση τού Συμφώνου. Παρουσιάστηκαν τα κριτήρια καθορισμού τού υπεύθυνου κράτους μέλους για την εξέταση της αίτησης ασύλου, καθώς και τα μέτρα αλληλεγγύης σε περίπτωση μεταναστευτικής πίεσης και σε περίπτωση αποβίβασης μετά από επιχείρηση έρευνας και διάσωσης. Η δεύτερη Πρόταση Κανονισμού αναφέρεται στην υποχρεωτική διαλογή στα εξωτερικά σύνορα, το λεγόμενο «screening». Το τρίτο νομοθέτημα είναι η Πρόταση Κανονισμού για την διαχείριση κρίσεων και καταστάσεις ανωτέρας βίας, οι οποίες οφείλονται σε μαζική εισροή εκτοπισμένων.
Σε αυτό το σημείο, η ομιλήτρια αναφέρθηκε στην εισβολή τής Ρωσίας στην Ουκρανία την 24/2/2022 και στην ενεργοποίηση της Οδηγίας τού 2001 περί προσωρινής προστασίας, δυνάμει της οποίας έγιναν δεκτοί οι Ουκρανοί στα κράτη μέλη, ενώ η αρχικώς παρασχεθείσα προστασία -διάρκειας ενός έτους- έχει ήδη ανανεωθεί για άλλο ένα έτος.
Η κυρία Κουσκουνά παρουσίασε και μια ενδιαφέρουσα Πρόταση που δεν εντάσσεται στο ΝΣΜΑ. Είναι μία Πρόταση Κανονισμού η οποία υπεβλήθη το 2021 από την Επιτροπή για την αντιμετώπιση καταστάσεων εργαλειοποίησης στον τομέα τής μετανάστευσης και τού ασύλου. Εφευρέθηκε ως εργαλείο και απάντηση στην εργαλειοποίηση ανθρώπων από το καθεστώς τής Λευκορωσίας. Μολονότι αφορά κυρίως και αποτελεί μέρος τής αναθεώρησης των Κανόνων Σένγκεν, η κυρία Κουσκουνά εξέφρασε την άποψη ότι θα πρέπει να μελετηθεί μαζί με τις Προτάσεις για το ΝΣΜΑ.
Η εκτίμηση της ομιλήτριας είναι ότι οι Προτάσεις τού ΝΣΜΑ ομοιάζουν πολύ και είναι μια ανανέωση αυτών τού 2016, το γεγονός όμως ότι προτείνονται ως σύνολο δημιουργεί δυσκολίες στην διαπραγμάτευση. Επισημάνθηκε και το γεγονός ότι ούτε τώρα επιτυγχάνεται ισορροπία στο θέμα τής αλληλεγγύης, διότι τα κράτη μέλη στα εξωτερικά σύνορα επιφορτίζονται με πρόσθετες διαδικασίες -την διαλογή και τα συνακόλουθα αυτής προβλήματα- ενώ οι διατάξεις περί αλληλεγγύης προβλέπουν πάρα πολλές εξαιρέσεις για τα υπόλοιπα κράτη μέλη, και είναι συχνά προαιρετικές. Απομένει να δούμε πώς θα εξελιχθούν αυτές οι Προτάσεις, ανέφερε εν κατακλείδι η κυρία Κουσκουνά.
Ο δεύτερος ομιλητής, κος Μάρκος Παπακωνσταντής, Δ.Ν. Université Nancy II, Δικηγόρος, εξέτασε την αρχή τής αλληλεγγύης στο πλαίσιο του ΧΕΑΔ. Αναφέρθηκε στον Κανονισμό Δουβλίνου, ο οποίος ξεκίνησε το 1990 ως διακρατική Σύμβαση, εκτός του πλαισίου της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Μετονομάστηκε στην συνέχεια σε Δουβλίνο Ι, ενώ αναθεωρήθηκε το 2003 επί Ελληνικής Προεδρίας.
Σχετικά με την αλληλεγγύη, έτσι όπως εκδηλώθηκε στο θέμα του προσφυγικού το 2015-16, ήταν κατώτερη αυτής που ανέμενε η Ελλάδα από τους εταίρους της. Οι λόγοι είναι η απουσία μιας ισχυρής ευρωπαϊκής ταυτότητας, η κρίση που διέρχεται το ευρωπαϊκό εγχείρημα της ενοποίησης, η ενίσχυση του διακυβερνητικού χαρακτήρα τής ΕΕ σε βάρος τού υπερεθνικού, και η ασφαλειοποίηση της πολιτικής ασύλου από ορισμένα κράτη μέλη.
Ο κύριος Παπακωνσταντής έθεσε το ερώτημα αν υπάρχει ένα σαφές περιεχόμενο της έννοιας της ενωσιακής αλληλεγγύης μέσα στα κείμενα των Συνθηκών. Στην ΣΕΕ η αλληλεγγύη συναντάται ως υποχρέωση (π.χ., άρθρα 1 και 2, ΧΘΔ). Αντιθέτως, στην ΣΛΕΕ η αλληλεγγύη εκφράζεται ως συμπεριφορά, τα κράτη πρέπει να δρουν με πνεύμα αλληλεγγύης. Αν προσπαθούσαμε, με μια δόση αυθαιρεσίας, είπε χαρακτηριστικά ο ομιλητής, να απομονώσουμε τα χαρακτηριστικά τα οποία λαμβάνει το σύνολο των αναφορών στην ενωσιακή αλληλεγγύη, η τελευταία θα χαρακτηριζόταν ως γενική, ανοικτή, εξελισσόμενη και δυναμική. Τούτο δε διότι οι συντάκτες των Συνθηκών δεν ήθελαν να της δώσουν συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο, αλλά ήθελαν να καθορίζεται κατά περίπτωση και ως αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης μεταξύ των κρατών. Επομένως, είναι κάτι ανοικτό, υπό διαμόρφωση.
Δύο περιπτώσεις αλληλεγγύης στην ΣΛΕΕ είναι η ΚΕΠΠΑ και τα θέματα της Πολιτικής προστασίας και τρομοκρατίας. Όσον αφορά την ΚΕΠΠΑ, υπάρχει ρήτρα για την περίπτωση επίθεσης σε κράτος μέλος, ότε και τα άλλα θα πρέπει να το συνδράμουν. Πρόκειται βέβαια για μια γενική και αόριστη αλληλεγγύη. Αντιθέτως, το αρ. 222 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η αλληλεγγύη σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος πληγεί από φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή λαμβάνει συγκεκριμένη μορφή, η οποία μπορεί να καθοριστεί στο δευτερογενές δίκαιο, αλλά ο νομοθέτης θέλησε κάθε φορά να είναι τα κράτη αυτά που θα την συγκεκριμενοποιούν.
Περαιτέρω, αλλαγή σε σχέση με την αλληλεγγύη σε θέματα μετανάστευσης και ασύλου δεν θα μπορέσει να αποτυπωθεί σε Συνθήκη λόγω των δεδομένων δυσκολιών (ομοφωνία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κύρωση, ενδεχόμενα δημοψηφίσματα). Επειδή όμως τίθενται θέματα εξέλιξης της ΕΕ, τα οποία απαιτούν αναθεωρήσεις, η σχετική συζήτηση περιλαμβάνει και θέματα μετανάστευσης και ασύλου, και συγκεκριμένα το πώς αυτά θα μπορούσαν να επιλύονται σε μόνιμη βάση, και όχι να εξαρτώνται κάθε φορά από την βούληση των κρατών μελών. Στο σημείο αυτό, ο κύριος Παπακωνσταντής εξέφρασε την απαισιοδοξία του για το αν θα μπορέσει η γενική συζήτηση να καταλήξει σε διαπραγμάτευση, και ακόμη λιγότερο η συζήτηση για θέματα μετανάστευσης και ασύλου.
Ο ομιλητής έθιξε και το θέμα της δημογραφικής γήρανσης της Ελλάδας σε αντιδιαστολή με την δημογραφική αύξηση τρίτων χωρών, καθώς και το θέμα των κλιματικών προσφύγων. Ασφαλώς, στο διεθνές δίκαιο δεν έχει δοθεί ορισμός τού περιβαλλοντικού πρόσφυγα, διότι, αν δοθεί, θα δοθούν και δικαιώματα. Η Ελλάδα, επεσήμανε ο κύριος Παπακωνσταντής, θα έλθει αντιμέτωπη με την κατάσταση αυτή.
Αναφορικά με τον Κανονισμό διαλογής στα σύνορα, ο κος Παπακωνσταντής σχολίασε ότι σε αυτόν αποτυπώνεται η υποκρισία τής ΕΕ, καθ’ όσον ορίζει ότι, αυτοί που έχουν προσφυγικό προφίλ, θα προωθούνται στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα, ενώ οι υπόλοιποι θα παραμένουν στην Ελλάδα για επιστροφή. Έτσι, θα επιδεικνύεται δήθεν αλληλεγγύη στην Ελλάδα, ενώ στην ουσία θα πρόκειται για μεγάλη υποκρισία, κατέληξε ο κος Παπακωνσταντής.
Η τρίτη ομιλήτρια, κυρία Χρυσή Τσιρογιάννη, Δικηγόρος, Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA), Ερευνήτρια Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας Jean Monnet-ΕΚΠΑ, μίλησε για τον ρόλο τού Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασύλου στο ΝΣΜΑ υπό την έτερη ιδιότητά της, αυτήν του στελέχους της νομικής υπηρεσίας του άνω Οργανισμού. Η κυρία Τσιρογιάννη αρχικώς επεσήμανε ότι ο Οργανισμός υπάγεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και δεν συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις για το ΝΣΜΑ. Ο Κανονισμός 2021/2303, με τον οποίο ιδρύθηκε, είναι ο μόνος από τις Προτάσεις της Επιτροπής ο οποίος έχει υιοθετηθεί. Με αυτόν ενισχύθηκε η εντολή του Οργανισμού σε σχέση με αυτήν της Υπηρεσίας Ασύλου, ως προς τα εξής:
– Η νέα εντολή τού επιτρέπει να έχει ταχεία ανάπτυξη επιχειρησιακής βοήθειας στα κράτη μέλη.
– Πέρα από τις Ομάδες Υποστήριξης για το Άσυλο, ο Οργανισμός διαθέτει τώρα και μια εφεδρική δύναμη επέμβασης εκ 500 αξιωματούχων των κρατών μελών.
– Προσφέρει ενισχυμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα στους εθνικούς υπαλλήλους, εθνικούς δικαστές και εργαζομένους στο πεδίο εμπειρογνώμονες για την εφαρμογή των διατάξεων ασύλου.
– Δημιουργήθηκε θέση ανεξάρτητου Υπευθύνου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
– Συνδέεται πλέον ο Οργανισμός, δηλαδή ένα όργανο τής ΕΕ, με την Κοινωνία των Πολιτών (ΚτΠ) μέσω ενός ανεξάρτητου συμβουλευτικού φόρουμ, στο οποίο συμμετέχουν οργανώσεις τής ΚτΠ με δράση σε θέματα ασύλου.
– Δημιουργήθηκε σύνδεση τού Οργανισμού με την Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης τής ΕΕ, διότι με τον νέο Κανονισμό επιτρέπεται ο διορισμός αξιωματικών-συνδέσμων σε κράτη μέλη αλλά και σε τρίτα κράτη, για την προώθηση της συνεργασίας, αλλά και των προτύπων τής ΕΕ για το άσυλο προς τα κράτη αυτά.
– Δημιουργήθηκε για πρώτη φορά μηχανισμός παραπόνων, στον οποίο μπορεί να προσφύγει όποιος θεωρεί ότι παραβιάστηκαν δικαιώματά του στο πλαίσιο των εργασιών τού Οργανισμού.
– Δημιουργείται μηχανισμός παρακολούθησης (προβλέπεται να τεθεί σε λειτουργία στα τέλη τού 2023, και εφ’ όσον για κάποιες από τις Προτάσεις τού ΝΣΜΑ επιτευχθεί πολιτική συμφωνία). Με τον μηχανισμό αυτόν, ο Οργανισμός θα παρακολουθεί την επιχειρησιακή και τεχνική εφαρμογή τού ΚΕΣΑ. Έτσι, θα εντοπίζει πιθανά κενά στις διαδικασίες ασύλου των κρατών μελών, και θα συμβάλλει προς ένα πιο εναρμονισμένο σύστημα.
Αν υιοθετηθεί τελικά η Πρόταση Κανονισμού για τις διαδικασίες ασύλου, ο Οργανισμός θα κληθεί να εκπαιδεύσει το προσωπικό των κρατών μελών. Σχετικά με την διαδικασία συνόρων, ο Οργανισμός θα μπορέσει να βοηθήσει με Σημειώματα Καθοδήγησης ανά χώρα (Country Guidance Notes) και με πληροφορίες για τις χώρες προέλευσης (τα λεγόμενα COI – Country of Origin Information). Αναφορικά με την Πρόταση για την διαχείριση του ασύλου και της μετανάστευσης, στην οποία κυρίως θα αναπτύσσεται ο προτεινόμενος μηχανισμός αλληλεγγύης, ο Οργανισμός θα διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην υποβολή εκθέσεων και στην ανάλυση πληροφοριών, οι οποίες θα χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την Διαχείριση του Ασύλου και της Μετανάστευσης (European Asylum and Migration Management Strategy).
Συνολικά, στο ΝΣΜΑ ο Οργανισμός έχει παρουσία σε τρία επίπεδα: επιχειρησιακό, δεδομένων και νομικό. Στο επιχειρησιακό επίπεδο, ο Οργανισμός θα αποδεσμεύει δυνάμεις, υλικά μέσα και προσωπικό για να βοηθήσει το κράτος μέλος. Σε επίπεδο δεδομένων, δυνάμει και του Κανονισμού ο οποίος τον διέπει αλλά και του ΝΣΜΑ, ο Οργανισμός πρέπει να διαθέτει πληροφορίες και δεδομένα για τις μεταναστευτικές ροές. Σε νομικό επίπεδο, και ως εκπαιδευτικός πόλος, ο Οργανισμός προσφέρει εξειδικευμένες και ακριβείς γνώσεις για το ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου σε κρατικούς αξιωματούχους.
Τέλος, η κυρία Τσιρογιάννη τόνισε ότι μία βασική αρχή τού ΝΣΜΑ είναι η συνεργασία μεταξύ των διαφόρων οργάνων και θεσμών. Παραδείγματος χάριν, στο ΝΣΜΑ προβλέπεται στενή συνεργασία ανάμεσα στον Οργανισμό για το Άσυλο και την Frontex.
Μετά από την ολοκλήρωση των εισηγήσεων, ακολούθησε συζήτηση υπό τον συντονισμό τής κυρίας Παπαδοπούλου.
4η Θεματική Ενότητα: «Δίκαιο Διεθνούς Προστασίας – άσυλο και επικουρική: εφαρμογή σε ιδιαίτερες ομάδες»
Την Πέμπτη 18 Μαΐου 2023 πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά, μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας Webex, η τέταρτη συνάντηση τού σεμιναρίου «Δίκαιο Ασύλου και Προσφύγων: Σύγχρονες Ευρωπαϊκές Εξελίξεις», το οποίο διοργανώνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet τού Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το ειδικότερο θέμα τής τέταρτης αυτής συνάντησης ήταν το «Δίκαιο Διεθνούς Προστασίας – άσυλο και επικουρική: εφαρμογή σε ιδιαίτερες ομάδες».
Την συζήτηση συντόνισε ο κύριος Ιωάννης Κούρτης, Διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Δικαίου και Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής ΕΚΠΑ, ο οποίος καλωσόρισε τους εισηγητές και τους εκπαιδευομένους, και έκανε μια σύντομη εισαγωγή στο θέμα τής συνάντησης.
Η πρώτη ομιλήτρια, κυρία Χρυσαφώ Τσούκα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στην Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, ανέλυσε το θέμα τής προστασίας των ανιθαγενών -της ευάλωτης αυτής πληθυσμιακής ομάδας η οποία, λόγω του ότι δεν έχει την προστασία κανενός κράτους, χρήζει ιδιαίτερης προστασίας. Η Σύμβαση τού ΟΗΕ τού 1954 για το Καθεστώς των Ανιθαγενών είναι το βασικό νομικό κείμενο όπου δίδεται ο ορισμός τού ανιθαγενούς, ήτοι του προσώπου το οποίο κανένα κράτος δεν θεωρεί υπήκοό του σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία. Η κυρία Τσούκα υπογράμμισε ότι η προστασία των προσώπων αυτών είναι μια σημαντική διεθνής επιταγή. Η Σύμβαση τού 1954 καθιερώνει ένα προστατευτικό καθεστώς, ενώ άλλα διεθνή νομοθετικά κείμενα -όπως η Σύμβαση τού ΟΗΕ τού 1961 για την μείωση τής ανιθαγένειας, η Σύμβαση του Συμβουλίου τής Ευρώπης τού 1997 και η Σύμβαση τού ΟΗΕ τού 1989 για τα Δικαιώματα τού Παιδιού- περιέχουν κανόνες για την ρύθμιση από τον εθνικό νομοθέτη της κτήσεως και απώλειας τής ιθαγένειας με σκοπό την πρόληψη του φαινομένου της ανιθαγένειας.
Εκτός από τους de jure ανιθαγενείς, δηλαδή τα πρόσωπα που κανένα κράτος δεν θεωρεί υπηκόους του, και τα οποία εμπίπτουν στην ρυθμιστική εμβέλεια τής Σύμβασης τού 1954, υπάρχουν και οι de facto, δηλαδή πρόσωπα τα οποία τυπικώς έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους αλλά στην πράξη δεν έχουν την προστασία του. Αυτή η έκφανση τής ανιθαγένειας αποτελεί αντικείμενο συζήτησης, και συγκεκριμένα ότι και αυτή θα πρέπει να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής τής Σύμβασης τού 1954.
Η Σύμβαση θεσπίζει ένα ευρύ φάσμα δικαιωμάτων τα οποία πρέπει να αναγνωρίζονται στους ανιθαγενείς, και τα οποία καλύπτουν την προσωπική τους κατάσταση, την διασφάλιση εργασίας, την κοινωνική τους προστασία. Περαιτέρω, η Σύμβαση προβλέπει και διοικητικά μέτρα, όπως την χορήγηση εγγράφων ταυτότητας και ταξιδιωτικών, αλλά και την απαγόρευση απέλασης. Τα μέτρα αυτά είναι εξαιρετικά σημαντικά διότι χωρίς την υλοποίησή τους, ο ανιθαγενής δεν μπορεί να απολαύσει τα δικαιώματα τής Σύμβασης. Επίσης, ένα δικαίωμα που δεν αναγνωρίζεται ρητώς σε αυτήν, είναι αυτό της νόμιμης διαμονής των ανιθαγενών. Η κυρία Τσούκα εξέφρασε την άποψη ότι το δικαίωμα αυτό, παρά την σιωπή τής Σύμβασης, θα πρέπει να αναγνωρισθεί για δύο λόγους -έναν πραγματικό και έναν νομικό: χωρίς την αναγνώριση αυτού τού δικαιώματος, οι ανιθαγενείς κινδυνεύουν να καταστούν περιπλανώμενος πληθυσμός, και, συνεπώς, η προστασία από την Σύμβαση θα είναι ανέφικτη, ενώ, από νομική άποψη, χωρίς την νόμιμη διαμονή τα εκ της Συμβάσεως δικαιώματα δεν θα μπορούν να αναγνωρισθούν και εφαρμοσθούν. Βεβαίως, όπως τόνισε η ομιλήτρια, το δικαίωμα νόμιμης διαμονής προκύπτει εμμέσως από την απαγόρευση απέλασης η οποία προβλέπεται ρητώς στην Σύμβαση.
Τα δικαιώματα της Σύμβασης τού 1954 συμπληρώνονται από νεότερες ρυθμίσεις σχετικές με τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως -κατ’ εξοχήν- αυτές τής ΕΣΔΑ. Όμως, το βασικό πρόβλημα για την αποτελεσματική εφαρμογή τής Σύμβασης τού 1954 είναι η απουσία ειδικής διαδικασίας διαπιστώσεως τής ανιθαγένειας τόσο στην ίδια την Σύμβαση, όσο και σε αυτήν της Γενεύης τού 1951. Και ενώ η Σύμβαση περί προσφύγων συμπληρώνεται από πληθώρα εθνικών και ενωσιακών διατάξεων περί συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων τού καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η πλειονότητα των κρατών δεν διαθέτουν ανάλογη νομοθεσία για τους ανιθαγενείς. Η έλλειψη διαδικασίας διαπιστώσεως της ανιθαγένειας, διευκρίνισε η κυρία Τσούκα, σημαίνει ότι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η Σύμβαση τού 1954. Έτσι, οι ανιθαγενείς θα πρέπει να υπαχθούν είτε στο μεταναστευτικό είτε στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλοι οι ανιθαγενείς είναι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας, διότι η ανιθαγένεια δεν είναι πάντοτε αποτέλεσμα διώξεων. Από την άλλη, οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο μεταναστευτικό καθεστώς είναι πολύ πιο αυστηρές από αυτές του δικαιούχου διεθνούς προστασίας ή του ανιθαγενούς. Επομένως, η έλλειψη διαδικασίας διαπιστώσεως αναπτύσσει εξαιρετικά αρνητικό αποτέλεσμα αναφορικά με την εφαρμογή της Σύμβασης τού 1954.
Το ελληνικό δίκαιο περιλαμβάνει αρκετές διατάξεις αποτρεπτικές τής ανιθαγένειας, αν και η Ελλάδα δεν έχει κυρώσει την Σύμβαση τού 1961 για την μείωσή της. Η πιο σημαντική ρύθμιση είναι η πρόβλεψη ότι η αρχή τού αίματος συμπληρώνεται από την αρχή τού εδάφους, δηλαδή, ένα παιδί που γεννιέται σε ελληνικό έδαφος, αν δεν αποκτά την ιθαγένεια άλλου κράτους, αποκτά την ελληνική. Όμως, το ελληνικό δίκαιο δεν περιλαμβάνει ρυθμίσεις διαπιστώσεως τής ανιθαγένειας, με αποτέλεσμα η Σύμβαση τού 1954 να μην εφαρμόζεται εν τοις πράγμασι, παρ’ ότι η Ελλάδα την έχει κυρώσει. Ένα θετικό βήμα είναι το νέο άρθρο 26α τού Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ΚΕΙ) το οποίο προβλέπει την διαπίστωση τής ανιθαγένειας αιτούντων πολιτογράφηση. Άλλες διατάξεις διευκολύνουν την απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας από ανιθαγενείς που ζητούν πολιτογράφηση, όπως το άρθρο 5δ τού ΚΕΙ το οποίο θέτει την προϋπόθεση της τριετούς αντί της επταετούς νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα, η οποία ισχύει για μη ανιθαγενείς αιτούντες πολιτογράφηση. Από την άλλη, η ομιλήτρια επεσήμανε ότι η απλή εξαγγελία τής διαδικασίας διαπίστωσης τής ιθαγένειας από το 26α ΚΕΙ, δεν συνοδεύεται από καμία άλλη ρύθμιση, ούτε αφορά στο σύνολο των ανιθαγενών, αλλά μόνο σε όσους εξ αυτών αιτούνται την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση.
Η κυρία Τσούκα ολοκλήρωσε την εισήγησή της αξιολογώντας αρνητικά το ελληνικό δίκαιο ως προς τα ανωτέρω, κι αυτό διότι με τις υπάρχουσες διατάξεις δεν εφαρμόζεται η Σύμβαση τού 1954, ενώ οι ίδιες οι διατάξεις του αντίκεινται στο πνεύμα τού διεθνούς νομοθέτη ότι οι ανιθαγενείς θα πρέπει να προστατεύονται αυτοτελώς και όχι ως πρόσφυγες ή μετανάστες, αν και το καθεστώς της διεθνούς προστασίας υπερισχύει αυτού της ανιθαγένειας. Έτσι, στις περιπτώσεις όπου δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις διεθνούς προστασίας, καθίσταται εμφανές το πρόβλημα εκ της ελλείψεως αποτελεσματικής διαδικασίας διαπίστωσης ανιθαγένειας. Με αυτήν την έλλειψη, καθίσταται ανενεργές το σημαντικότατο διεθνές νομοθετικό κείμενο τής προστασίας των ανιθαγενών. Τέλος, η εισηγήτρια παρουσίασε προτάσεις θεραπείας τού προβλήματος, όπως ενωσιακές ρυθμίσεις, αλλά και τον Οδηγό τής ΥΑΟΗΕ για την ερμηνεία και εφαρμογή τής Σύμβασης τού 1954, τα οποία κείμενα θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για τον Έλληνα νομοθέτη.
Ο δεύτερος ομιλητής, κύριος Φαίδων Βαρέσης, Διδάκτωρ Νομικής και Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής ΕΚΠΑ, ανέπτυξε το θέμα τής προστασίας των παιδιών στο πλαίσιο τής διεθνούς προστασίας. Αρχικά, παρουσίασε τις γενικές αρχές τής προστασίας των παιδιών σε διεθνές επίπεδο. Το πλέον σημαντικό διεθνές κείμενο είναι η Σύμβαση τού ΟΗΕ τού 1989 για τα Δικαιώματα τού Παιδιού, την οποία η Ελλάδα έχει κυρώσει με τον Ν. 2101/1992, και η οποία ρυθμίζει τις υποχρεώσεις των κρατών σχετικά με την προστασία και την προαγωγή των δικαιωμάτων τού παιδιού, όπως το δικαίωμα στο όνομα, την εθνικότητα, την ταυτότητα, την γονική ευθύνη, την προστασία τής οικογενειακής ζωής, την οικογενειακή επανένωση. Επιπλέον, η Σύμβαση προβλέπει υποχρέωση των κρατών για την προστασία των παιδιών από απαγωγή, κράτηση, κακομεταχείριση, παιδική εργασία, εμπορία ανθρώπων, καθώς και από άλλες μορφές εκμετάλλευσης και βίας. Επίσης, κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εκπαίδευση, την κοινωνική πρόνοια και την προσωπική ζωή, καθώς και την ελευθερία γνώμης και έκφρασης. Η κεντρική έννοια η οποία διέπει το σύνολο των διατάξεων τής Σύμβασης, είναι το βέλτιστο συμφέρον τού παιδιού (αρ. 3 αυτής). Το δε βέλτιστο συμφέρον νοείται ως περιλαμβάνον την απόλαυση των δικαιωμάτων εκ τής άνω Σύμβασης αλλά και εξ άλλων κειμένων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως είναι η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, η οποία στο αρ. 7 προβλέπει την υποχρέωση των κρατών να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση της πλήρους απόλαυσης των δικαιωμάτων για τα παιδιά με αναπηρία, η Σύμβαση τής Γενεύης για το καθεστώς των προσφύγων, και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Από πλευράς πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου το άρθρο 3 τής ΣΕΕ θέτει ως σκοπό της ΕΕ και την προστασία των δικαιωμάτων τού παιδιού, ενώ ο ΧΘΔ περιέχει λεπτομερείς διατάξεις για τα δικαιώματα των παιδιών (π.χ., δωρεάν παρακολούθηση υποχρεωτικής εκπαίδευσης, απαγόρευση διακρίσεων λόγω ηλικίας και εκμετάλλευσης παιδικής εργασίας). Ο Χάρτης επαναλαμβάνει τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τα δικαιώματα των παιδιών, όπως την ελευθερία έκφρασης γνώμης, το βέλτιστο συμφέρον τού παιδιού, και την διατήρηση προσωπικών σχέσεων με τους γονείς. Σε επίπεδο δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου, υπάρχουν νομοθετήματα για την προστασία των δεδομένων των παιδιών, για το άσυλο και την μετανάστευση και για την συνεργασία σε ζητήματα αστικού και ποινικού δικαίου.
Η εγγενής ευαλωτότητα τού παιδιού επιτείνεται σε καταστάσεις ενόπλων συρράξεων, μετανάστευσης ή έλλειψης κηδεμόνα, οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε περιθωριοποίηση και αποκλεισμό των παιδιών από την απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. Όταν δε το παιδί αιτείται διεθνή προστασία, αυτή δίδεται τόσο όταν αυτό είναι ασυνόδευτο, όσο και όταν συνοδεύεται από τους γονείς του ή άλλο πρόσωπο, καθ’ όσον θεωρείται ευάλωτο και στις δύο περιπτώσεις. Όσον αφορά τις ουσιαστικές πτυχές προστασίας τού παιδιού στο δίκαιο διεθνούς προστασίας, το άρθρο 22 τής Σύμβαση τής Γενεύης αναφέρεται στο δικαίωμα στην εκπαίδευση. Αναφορικά με τα παιδιά μέλη οικογένειας πρόσφυγα, η Σύμβαση δεν αναφέρει τις αρχές της οικογενειακής ενότητας και επανένωσης, όμως η Τελική Πράξη τής Συνδιασκέψεως περιλαμβάνει σύσταση προς τις κυβερνήσεις να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία τής οικογένειας τού πρόσφυγα.
Το ενωσιακό δίκαιο, και δη το παράγωγο, περιλαμβάνει πληθώρα ρυθμίσεων σχετικών με το δίκαιο διεθνούς προστασίας, και ειδικά το ΚΕΣΑ. Από πλευράς εθνικού δικαίου, ο κωδικοποιημένος Ν. 4939/2022 ενσωματώνει πολλές από τις ρυθμίσεις αυτές, ανάμεσα στις οποίες και ρυθμίσεις για τις ευάλωτες ομάδες γενικά, αλλά και για τα παιδιά ειδικότερα.
Η ουσιαστική προστασία των παιδιών σε συνθήκες αντίξοες, έγκειται στην διασφάλιση ότι αυτά, όντας μέσα στις συνθήκες αυτές, θα μπορούν να απολαμβάνουν απρόσκοπτα τα δικαιώματά τους. Παραδείγματα ουσιαστικών πτυχών προστασίας είναι η αρχή τής μη διάκρισης που κατοχυρώνεται τόσο στην Σύμβαση για τα Δικαιώματα τού Παιδιού όσο και στην ΕΣΔΑ, η προστασία τής οικογένειας και η επανένωση των παιδιών με την οικογένειά τους, οι οποίες διασφαλίζονται στον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ. Το δε βέλτιστο συμφέρον τού παιδιού, το οποίο θεμελιώνεται στην Σύμβαση για τα Δικαιώματα τού Παιδιού, αναφέρεται ρητά και στον κωδικοποιημένο Ν. 4939/2022 για την υποδοχή (πρόσβαση στην εκπαίδευση με υποχρεωτική ένταξη σε μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δικαίωμα όλων των παιδιών στην υγειονομική περίθαλψη και στις κοινωνικές υπηρεσίες). Τέλος, μια άλλη ουσιαστική πτυχή είναι η προστασία από την βία, την κακοποίηση και την εκμετάλλευση, η οποία προβλέπεται τόσο στην Σύμβαση για τα Δικαιώματα τού Παιδιού όσο και στην ΕΣΔΑ.
Από την άλλη, οι διαδικαστικές πτυχές τής προστασίας είναι οι συγκεκριμένες διαδικαστικές εγγυήσεις οι οποίες είναι απαραίτητες λόγω τής εγγενούς ευαλωτότητος των παιδιών, και αφορούν την ακολουθητέα διαδικασία στο πλαίσιο τής διεθνούς προστασίας. Κατά πρώτον, οι διαδικασίες πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στις ειδικές ανάγκες των παιδιών, και συγκεκριμένα θα πρέπει να υπάρχουν πληροφορίες φιλικές προς τα παιδιά (Οδηγία για τις διαδικασίες και Ελληνικός Κώδικας για την υποδοχή – Ν. 4939/2022). Επίσης, υπάρχουν ειδικές ρυθμίσεις στον Κώδικα υποδοχής για τους ασυνόδευτους και χωρισμένους ανηλίκους, των οποίων η φροντίδα ανατίθεται σε ενήλικο συγγενή τους εφ’ όσον αυτό εξυπηρετεί το βέλτιστο συμφέρον τους. Επιπλέον, προβλέπεται ο θεσμός τής επιτροπείας (αρ. 66 Κώδικα υποδοχής) και τής νομικής εκπροσώπησης των ασυνόδευτων ανηλίκων από διορισμένους εκπαιδευμένους επιτρόπους. Εξ άλλου, η Οδηγία για τις συνθήκες υποδοχής αναφέρει ρητά ότι η διαδικασία εκτίμησης τής ηλικίας των παιδιών πρέπει να είναι ακριβής, αξιόπιστη και να διενεργείται με γνώμονα την αξιοπρέπεια και τον σεβασμό τής ιδιωτικής ζωής τους. Περαιτέρω, οι διατάξεις περί ασφαλούς χώρας καταγωγής και ασφαλούς τρίτης χώρας στον Κανονισμό για το άσυλο και στον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ, πρέπει να εφαρμόζονται και να ερμηνεύονται με γνώμονα τα δικαιώματα και το βέλτιστο συμφέρον τού παιδιού.
Ο κύριος Βαρέσης ανέφερε τελευταία την -κατά την γνώμη του- σημαντικότερη διαδικαστική πτυχή προστασίας, η οποία έχει και ουσιαστικές προεκτάσεις: τα κράτη θα πρέπει να χρησιμοποιούν την κράτηση των ανηλίκων ως έσχατο μέσο και μόνο για το συντομότερο δυνατόν χρονικό διάστημα (αρ. 52 Κώδικα υποδοχής). Πρωτίστως θα πρέπει να διερευνώνται εναλλακτικές λύσεις (π.χ., η αποφυλάκιση υπό επιτήρηση, ανοικτά κέντρα, ανάδοχη φροντίδα) και οι συνθήκες κράτησης να υπακούουν στα διεθνή πρότυπα και να διασφαλίζουν τα γενικώς παραδεδεγμένα και αναγνωρισμένα δικαιώματα των παιδιών.
Συνοψίζοντας, ο ομιλητής υπογράμμισε την ύψιστη σημασία τής διασφάλισης των δικαιωμάτων τού παιδιού στο πλαίσιο τής διεθνούς προστασίας λόγω της εγγενούς ευαλωτότητάς του -και ιδίως σε αντίξοες συνθήκες. Οι ρυθμίσεις των νομικών κειμένων (διεθνών, ενωσιακών, εθνικών) διαμορφώνουν ένα συνολικό πλαίσιο για την προστασία των δικαιωμάτων του τόσο γενικά όσο και στην διεθνή προστασία. Είναι ζωτικής σημασίας τα κράτη να συμμορφώνονται πλήρως προς τις επιταγές των κειμένων αυτών.
Η τρίτη ομιλήτρια, κυρία Σοφία Ζησάκου, Υποψήφια Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Δικαίου, Πανεπιστήμιο του Λουντ, Δικηγόρος, εξέτασε την διαδικασία ασύλου από την σκοπιά τού σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου. Εισαγωγικώς, διευκρίνισε ότι η αξιολόγηση τής αξιοπιστίας στις ΛΟΑΤΚΙ αιτήσεις ασύλου αφορά δύο πτυχές: αφ’ ενός τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου, αφ’ ετέρου τα επικαλούμενα από το άτομο γεγονότα τα οποία σχετίζονται με την (ενδεχόμενη ή παρελθούσα) δίωξή του. Το δεύτερο κομμάτι είναι, βεβαίως, κοινό για όλες τις αιτήσεις ασύλου, αλλά το πρώτο, δηλαδή η αξιολόγηση τής αξιοπιστίας τού σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου, είναι ένα ιδιαιτέρως περίπλοκο ζήτημα. Τούτο δε διότι δεν υπάρχουν έγγραφα και αποδείξεις, και μοναδικό μέσο αξιολόγησης είναι οι δηλώσεις τού ίδιου τού ατόμου, αλλά και διότι αφορά στην ιδιωτική ζωή, είναι ζήτημα αυτοπροσδιορισμού και χαρακτηρίζεται από μεταβλητότητα. Συνεπώς, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να αξιολογηθεί από τρίτο πρόσωπο. Σχετικά με το αν η δήλωση αυτοπροσδιορισμού αρκεί για την θεμελίωση τής αξιοπιστίας τού ισχυρισμού, το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι δεν αρκεί, και ότι συνιστά απλώς την αφετηρία τής διαδικασίας. Κατά την ΥΑΟΗΕ για τούς Πρόσφυγες, συνιστά ένδειξη.
Αναφορικά με τις ακολουθούμενες από τις Αρχές πρακτικές αξιολόγησης τής αξιοπιστίας, το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι ερωτήσεις για τις σεξουαλικές πρακτικές τού ατόμου είναι αντίθετες με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, ενώ η θέση τής ΥΑΟΗΕ είναι ότι, επιπλέον, είναι αντίθετες και με το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, την ακεραιότητα τού προσώπου και της μη υποβολής του σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Περαιτέρω, η αξιολόγηση βάσει στερεοτύπων (π.χ., προηγούμενος γάμος με άτομο άλλου φύλου, γνώση οργανώσεων προώθησης ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων και συμμετοχή σε αυτές, γνώση τού νομικού πλαισίου που ποινικοποιεί την ομοφυλοφιλία στο κράτος καταγωγής) έχει κριθεί από το ΔΕΕ ότι δεν θα πρέπει να αποτελεί τον μοναδικό λόγο απόρριψης τού αιτήματος -και παρά το γεγονός ότι τα στερεότυπα μπορεί να είναι χρήσιμα κατά την αξιολόγηση- διότι κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στην υποχρέωση εξατομικευμένης εξέτασης κατά το ΚΕΣΑ (αρ. 4.3 Οδηγίας 2011/95). Η ΥΑΟΗΕ για το ίδιο θέμα έχει διατυπώσει την άποψη ότι, αναλόγως της εφαρμογής, η πρακτική αυτή μπορεί να συνιστά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η κυρία Ζησάκου επεσήμανε ότι, λόγω της μη πάγιας και κατηγορηματικής θέσης τού ΔΕΕ, η πρακτική αυτή εξακολουθεί να εφαρμόζεται.
Συνεχίζοντας με τις πρακτικές αξιολόγησης τής αξιοπιστίας των ΛΟΑΤΚΙ αιτούντων άσυλο, η ομιλήτρια αναφέρθηκε στην προσκόμιση αποδείξεων όπως φωτογραφίες, βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου και υποβολή σε ιατρικά και ψυχολογικά τεστ. Το ΔΕΕ την έκρινε ως αντίθετη στο δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, και τα ίδια τα μέσα ως μη έχοντα αποδεικτική αξία. Η ΥΑΟΗΕ από την μεριά της απεφάνθη ότι με την πρακτική αυτή παραβιάζονται και άλλα δικαιώματα (ιδιωτική ζωή, ακεραιότητα τού προσώπου, μη υποβολή σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση). Στην πράξη, και μετά από την έκδοση τής απόφασης τού ΔΕΕ, η χρήση της πρακτικής αυτής έχει περιοριστεί σημαντικά.
Η τελευταία εκ των πρακτικών αξιολόγησης τις οποίες εξέτασε η κυρία Ζησάκου, ήταν η καθυστερημένη αποκάλυψη τού σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου (π.χ., σε μεταγενέστερη αίτηση ή στο στάδιο προσφυγής). Αυτή η καθυστέρηση δεν μπορεί να συνιστά αποκλειστικό λόγο απόρριψης της αιτήσεως ασύλου, πάλι σύμφωνα με το ΔΕΕ αλλά και την ΥΑΟΗΕ.
Τα κράτη, στην προσπάθειά τους να συμμορφωθούν με την νομολογία τού ΔΕΕ, απέχουν από την εφαρμογή των παραπάνω πρακτικών, αλλά ανέπτυξαν σειρά άλλων, οι οποίες βασίζονται σε στερεοτυπικές απεικονίσεις τού φύλου και της σεξουαλικότητας, τα επονομαζόμενα στερεότυπα δεύτερης γενιάς (π.χ., ερωτήσεις για την στιγμή τής συνειδητοποίησης τού σεξουαλικού προσανατολισμού και τα συναισθήματα που βίωσε το άτομο). Αν και οι πρακτικές αυτές δεν έχουν καταδικασθεί από το ΔΕΕ, η θεωρία τούς έχει ασκήσει κριτική διότι βασίζονται σε στερεοτυπικές, απλουστευτικές προσεγγίσεις, ενώ, αντίθετα, η διαδικασία συνειδητοποίησης διαφοροποιείται και δεν είναι γραμμική και ενιαία. Περαιτέρω, τα στερεότυπα δεύτερης γενιάς δείχνουν να αγνοούν την σύνδεση σεξουαλικότητας – φύλου – μορφωτικού επιπέδου – κοινωνικής τάξης. Επί παραδείγματι, η ικανότητα περιγραφής συναισθημάτων και αφηρημένων εννοιών όπως η διαδικασία συνειδητοποίησης και αποδοχής, εξαρτώνται άμεσα από το μορφωτικό επίπεδο τού ατόμου, ενώ οι γυναίκες, εξ αιτίας των προκαθορισμένων ρόλων τους στην πατριαρχική κοινωνία, δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο να περιγράψουν τέτοια συναισθήματα.
Στο στάδιο θεμελίωσης τού βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου, δύο είναι τα κύρια ζητήματα. Το πρώτο εντοπίζεται στο κατά πόσον η απλή ποινικοποίηση αρκεί για την θεμελίωση τής δίωξης. Το ΔΕΕ έχει νομολογήσει ότι δεν αρκεί η απλή ποινικοποίηση, αλλά απαιτείται η διάταξη να εφαρμόζεται στην πράξη. Η ΥΑΟΗΕ έχει υποστηρίξει ότι η εξέταση τού ζητήματος θα πρέπει να γίνεται ad hoc, και να εξαρτάται από την βαρύτητα τής ποινής και τις πραγματικές συνθήκες στο κράτος καταγωγής. Η ανωτέρω κρίση τού ΔΕΕ έχει δεχθεί και αυτή κριτική, διότι δεν υπάρχει ασφαλές κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας διάταξης ως εφαρμοζόμενης ή μη, δεδομένης τής έλλειψης καταγεγραμμένων πληροφοριών, της ενδεχόμενης άτυπης εφαρμογής ή της αναβίωσής της, και του ομοφοβικού εν γένει κλίματος το οποίο επηρεάζει αρνητικά την πνευματική και ψυχική υγεία τού ατόμου.
Το δεύτερο ζήτημα το οποίο ανακύπτει κατά το στάδιο θεμελίωσης τού φόβου, είναι κατά πόσον είναι δυνατόν να αναμένεται από το άτομο η απόκρυψη τού σεξουαλικού του προσανατολισμού προκειμένου να αποφύγει την δίωξη μετά από την επιστροφή του στην χώρα καταγωγής ή σε τρίτη χώρα -η επονομαζόμενη και ρήτρα διακριτικότητας. Το ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ αμφότερα έχουν καταδικάσει την εφαρμογή τής ρήτρας διακριτικότητας, ενώ ίδια είναι και η θέση τής ΥΑΟΗΕ.
Η τέταρτη ομιλήτρια, κυρία Θεοδώρα Γαζή, Διδάκτωρ Νομικής και Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια Νομικής ΕΚΠΑ, Δικηγόρος, ανέπτυξε το θέμα τής προστασίας των ευάλωτων ομάδων στο πεδίο τής διεθνούς προστασίας. Η κυρία Γαζή διευκρίνισε ότι κάθε πρόσωπο μπορεί σε δεδομένη στιγμή τής ζωής του να χαρακτηριστεί ευάλωτο. Ατομικοί δείκτες ευαλωτότητας είναι, π.χ., η ηλικία, η υγεία, τα ψυχοσωματικά προβλήματα, η απώλεια αυτονομίας ή ελέγχου τής ζωής ως αποτέλεσμα τού αναγκαστικού εκτοπισμού από την χώρα καταγωγής. Από την άλλη, η ευαλωτότητα μιας ομάδας (συλλογική) συνδέεται με συστημικούς παράγοντες, π.χ., εμπόδια πρόσβασης σε βασικά αγαθά όπως η στέγαση, η εργασία, η εκπαίδευση και η δικαιοσύνη, υλικές στερήσεις, προκατάληψη, στιγματισμός και αρνητική στάση τής κοινωνίας απέναντι σε ορισμένη ομάδα. Η ευαλωτότητα ρυθμίζεται νομοθετικά τόσο στο προσφυγικό όσο και στο μεταναστευτικό δίκαιο, αλλά στο δεύτερο δεν έχει τόση σημασία όση στο πρώτο διότι οι μετανάστες μετακινούνται υπό ομαλότερες συνθήκες συγκριτικά με τις έκρυθμες συνθήκες υπό τις οποίες οι πρόσφυγες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την χώρα τους. Η ευαλωτότητα των αιτούντων άσυλο σχετίζεται και με το αίσθημα αβεβαιότητας εξ αιτίας της χρονοβόρας διαδικασίας εξέτασης των αιτημάτων ασύλου, του κινδύνου επαναπροώθησης στην χώρα καταγωγής, καθώς και του κινδύνου σύλληψης για παράνομη είσοδο ή διοικητικής κράτησης στην χώρα όπου προτίθενται να ζητήσουν άσυλο. Στο πεδίο τής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων η ευαλωτότητα εξετάζεται κατά τον έλεγχο παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία κατοχυρώνονται σε διεθνείς συμβάσεις.
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων τού Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δεν αναφέρεται στην ευαλωτότητα ατόμων ή ομάδων και δεν περιέχει εννοιολογικό ορισμό της. Η έννοια τής ευαλωτότητας προκύπτει από την νομολογία τού Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τού Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), και δη από την περιπτωσιολογική διαπίστωση τής ευάλωτης θέσης των προσφευγόντων (συνδυασμός πραγματικών περιστατικών, ατομικών χαρακτηριστικών και κοινωνικών συνθηκών). Ευάλωτες ομάδες κατά την κρίση τού ΕΔΔΑ αποτελούν, π.χ., τα παιδιά, τα άτομα με αναπηρία, οι Ρομά, οι αιτούντες άσυλο, οι αλλοδαποί που χρήζουν διεθνούς προστασίας, οι οροθετικοί, οι κρατούμενοι, η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας ή εμπορίας ανθρώπων. Για τους Ρομά και τους οροθετικούς το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι η προκατάληψη και ο στιγματισμός αποτελούν δείκτες ότι τα πρόσωπα αυτά κινδυνεύουν να παραμείνουν αόρατα και να αποκλείονται από την συμμετοχή στην κοινωνική ζωή, και παράλληλα συνιστούν τους λόγους για τους οποίους θεωρούνται ευάλωτα. Οι κρατούμενοι θεωρούνται ευάλωτοι λόγω της απόλυτης εξάρτησής τους από το κράτος, ενώ οι αιτούντες άσυλο λόγω του εκτοπισμού και των τραυματικών εμπειριών τους και κατά την διάρκεια τού ταξιδιού μέχρι την χώρα όπου αιτούνται άσυλο. Συνεπώς, σημαντικός παράγοντας για την διαπίστωση της ευαλωτότητας μιας ομάδας είναι ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν τα μέλη της να υποστούν βλάβη ή διακρίσεις.
Ειδικά ως προς την ευαλωτότητα των αιτούντων άσυλο, αυτή αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά από το ΕΔΔΑ στην απόφαση M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδος το 2011 (μεταφορά M.S.S. από Βέλγιο στην Ελλάδα ως χώρα πρώτης εισόδου, παρά τους ισχυρισμούς τού M.S.S. για συστημικά προβλήματα τής ελληνικής διαδικασίας ασύλου). Το Δικαστήριο υπογράμμισε τον απόλυτο χαρακτήρα τού αρ. 3 ΕΣΔΑ (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης), έκρινε ότι ο προσφεύγων, ως αιτών άσυλο, ανήκει σε μια ομάδα ιδιαίτερα μειονεκτούσα και ευάλωτη, η οποία έχει ανάγκη ιδιαίτερης προστασίας, καθώς και ότι τα κράτη έχουν υποχρέωση να προστατεύουν τους αιτούντες άσυλο στο έδαφός τους έναντι έσχατης υλικής ένδειας.
Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ διαβαθμίζει την ευαλωτότητα όταν προβαίνει σε έλεγχο παραβίασης των εκ της ΕΣΔΑ δικαιωμάτων. Στην υπόθεση Ilias και Ahmed κατά Ουγγαρίας εξετάστηκε αν οι συνθήκες κράτησής τους συνιστούσαν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην ευαλωτότητά τους, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ιατρικές βεβαιώσεις ότι έπασχαν από μετατραυματικό στρες, αλλά έκρινε ότι δεν ήταν πιο ευάλωτοι από άλλους ενηλίκους αιτούντες άσυλο οι οποίοι κρατούνταν το ίδιο χρονικό διάστημα, και ότι δεν παραβιάσθηκε το αρ. 3 ΕΣΔΑ. Από την κρίση τού ΕΔΔΑ συνάγεται ότι η διαπίστωση τής ευαλωτότητας δεν συνεπάγεται και παραβίαση τής Σύμβασης.
Στην απόφαση B.G. και άλλοι κατά Γαλλίας το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το αρ. 3 ΕΣΔΑ επιβάλλει θετική υποχρέωση στα κράτη να λαμβάνουν μέτρα για την πρόληψη της κακομεταχείρισης των ευάλωτων ομάδων. Η διαμονή οικογενειών με ανήλικα τέκνα σε σκηνές εντός δομής φιλοξενίας για διάστημα ανώτερο των τριών μηνών κρίθηκε ότι δεν αποτελεί απάνθρωπη μεταχείριση, διότι οι αιτούντες δεν περιήλθαν σε κατάσταση υλικής στέρησης, και οι γαλλικές αρχές έλαβαν μέτρα για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, διασφάλισαν περίθαλψη και πρόσβαση των τέκνων τής οικογένειας στην εκπαίδευση. Αν και αναγνωρίστηκε η ευαλωτότητα των αιτούντων, αυτοί δεν υπέστησαν απάνθρωπη μεταχείριση, και η ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή προστατεύθηκε, άρα δεν παραβιάσθηκαν τα άρθρα 3 και 8 τής ΕΣΔΑ.
Στην υπόθεση Hirsi Jamaa και άλλοι κατά Ιταλίας, το ΕΔΔΑ ασχολήθηκε με το Πρωτόκολλο 4 τής ΕΣΔΑ, το οποίο απαγορεύει την ομαδική απέλαση (επιβολή αλλαγής πλεύσης από τις ιταλικές αρχές στο πλοίο όπου επέβαιναν οι προσφεύγοντες και αποβίβασή τους στην Λιβύη). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ευαλωτότητα των προσφευγόντων οφειλόταν στην άρνηση τής Λιβύης να τους παρέχει πρόσβαση στο άσυλο και στον κίνδυνο διακριτικής μεταχείρισης.
Στην υπόθεση Μ.Α. κατά Βελγίου το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η έγγραφη συναίνεση υπό απέλαση αλλοδαπού στην εθελοντική επιστροφή του στην χώρα καταγωγής όντας υπό κράτηση δεν είναι έγκυρη. Έκρινε ότι οι αρχές εκμεταλλεύτηκαν την ευάλωτη κατάσταση του αιτούντος (βρισκόταν υπό κράτηση όταν υπέγραψε) και ότι έτσι παραβιάστηκαν τα άρθρα 3 και 13 τής ΕΣΔΑ.
Στην υπόθεση Rahimi κατά Ελλάδος το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο ανήλικος υπέστη ταπεινωτική μεταχείριση κατά την διάρκεια της κράτησής του (κακές συνθήκες φιλοξενίας και υγιεινής σε συνδυασμό με την ευαλωτότητά του ως ανηλίκου και ως εκ της προσωπικής του κατάστασης) και ότι έτσι παραβιάστηκε το άρθρο 3 ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, η παράλειψη εκτίμησης τού βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού (μη εξέταση εναλλακτικών τής κράτησης μέτρων) στοιχειοθέτησε παραβίαση τού αρ. 5 ΕΣΔΑ (μη νόμιμη κράτηση ανηλίκου).
Η ευαλωτότητα των μεταναστών που εργάζονται παράτυπα στην χώρα υποδοχής διαπιστώθηκε στην υπόθεση τής Μανωλάδας – Chowdury και άλλοι κατά Ελλάδος. Κατά πρώτον, το ΕΔΔΑ ερμήνευσε διασταλτικά την έννοια της αναγκαστικής εργασίας, που απαγορεύεται από το αρ. 4 ΕΣΔΑ. Επιπλέον, εκτιμήθηκε ότι οι 42 υπήκοοι Μπαγκλαντές, οι οποίοι εργάζονταν εξαντλητικά ωράρια υπό την επίβλεψη ένοπλων φρουρών, ήταν ευάλωτοι διότι δεν είχαν εναλλακτικούς πόρους ούτε άδεια διαμονής στην Ελλάδα. Η τελευταία κρίθηκε ότι παρέβη τις υποχρεώσεις της αποτροπής τής εμπορίας ανθρώπων και τιμωρίας των δραστών εξ αιτίας της αθώωσης των εργοδοτών από το ΜΟΔ Πατρών για το αδίκημα τής εμπορίας ανθρώπων.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το κοινό χαρακτηριστικό των ευάλωτων προσώπων, κατά την νομολογία τού ΕΔΔΑ, είναι η μειωμένη ικανότητά τους να αντιδράσουν όταν παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματά τους. Μπορεί δε να οφείλεται στην ηλικία, την υγεία ή τις κοινωνικές συνθήκες. Η ευαλωτότητα ενεργοποιεί την θετική υποχρέωση τού κράτους να λαμβάνει μέτρα ώστε το πρόσωπο ή η ομάδα να απολαμβάνει τα εκ της ΕΣΔΑ δικαιώματα. Η ευαλωτότητα, όμως, δεν αποτελεί αυτοτελή πηγή δικαιωμάτων.
Ενώ στο διεθνές δίκαιο όλοι οι αιτούντες άσυλο θεωρούνται ευάλωτοι, στο ενωσιακό δίκαιο, και συγκεκριμένα στο ΚΕΣΑ, μόνο ορισμένες ομάδες αιτούντων άσυλο ή αναγνωρισμένων προσφύγων θεωρούνται ως τέτοιοι. Οι Οδηγίες για την αναγνώριση, την υποδοχή και τις διαδικασίες αναφέρονται είτε σε ευάλωτες ομάδες είτε σε αιτούντες που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων. Σύμφωνα με την Οδηγία για την αναγνώριση (2011/95) και με την Οδηγία για την υποδοχή (2013/33) ευάλωτα άτομα είναι τα παιδιά (ασυνόδευτα ή μη), τα άτομα με αναπηρία, οι ηλικιωμένοι, οι εγκυμονούσες, οι μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα τέκνα, τα θύματα εμπορίας, τα άτομα με πνευματικές διαταραχές και τα θύματα βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών μορφών βίας. Επιπροσθέτως, στην ελληνική νομοθεσία ορίζονται ως ευάλωτοι και οι άμεσοι συγγενείς θυμάτων ναυαγίων και τα άτομα με σοβαρές ασθένειες (Ν. 4939/2022). Στην Οδηγία για τις διαδικασίες (2013/32) γίνεται αναφορά σε ευάλωτες ομάδες αλλά και σε πρόσωπα χρήζοντα ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων λόγω της προσωπικής τους κατάστασης (υγεία, ηλικία, φύλο, γενετήσιος προσανατολισμός, ψυχικές διαταραχές). Συνεπώς, οι ευάλωτοι δεν ταυτίζονται με τους χρήζοντες ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων: η δεύτερη ομάδα είναι ευρύτερη της πρώτης, αφού περιλαμβάνει, π.χ., γυναίκες ή ΛΟΑΤΚΙ. Η κυρία Γαζή τόνισε ότι και στο ΚΕΣΑ αλλά και στον Ν. 4939/2022 η ευαλωτότητα δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Αναφορικά με τους αιτούντες που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών προϋποθέσεων, το ΔΕΕ στην υπόθεση Addis έκρινε ότι μέσω της συνέντευξης παρέχεται στην αποφαινόμενη αρχή η δυνατότητα να αξιολογήσει την κατάσταση και την ευαλωτότητα του αιτούντος. Σύμφωνα με το αρ. 72.2 Ν. 4939/2022, μορφή επαρκούς υποστήριξης των ατόμων αυτών είναι, ανάμεσα σε άλλες, και η επιείκεια σε μη μείζονες ανακρίβειες και αντιφάσεις κατά την συνέντευξη, εφ’ όσον σχετίζονται με την κατάσταση τής υγείας τους. Μέσα από παραδείγματα αποφάσεων εθνικών αρχών (αδημοσίευτες), η ομιλήτρια κατέληξε ότι οι αρχές αξιολογούν την ευαλωτότητα, την ψυχική κατάσταση, τις επικοινωνιακές δεξιότητες, την ηλικία και το μορφωτικό επίπεδο για να εκτιμήσουν την αξιοπιστία των ισχυρισμών των αιτούντων διεθνή προστασία.
Σύμφωνα με την Οδηγία για τις διαδικασίες αλλά και τον Ν. 4939/2022, επιτρέπεται η υπαγωγή ευαλώτων και χρηζόντων ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων στις ταχείες συνοριακές διαδικασίες εξέτασης αιτημάτων ασύλου. Από αυτές τις διαδικασίες εξαιρούνται (δηλαδή εξετάζονται με την κανονική διαδικασία) μόνον οι ασυνόδευτοι ανήλικοι κάτω των 15 ετών, τα ανήλικα θύματα εμπορίας ανθρώπων, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών βίας, και οι αιτούντες που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων όταν δεν μπορεί να παρασχεθεί κατάλληλη υποστήριξη, ιδίως τα θύματα βασανισμού, βιασμού ή σοβαρών μορφών βίας.
Εν είδει συμπεράσματος, η κυρία Γαζή παρατήρησε ότι η Σύμβαση τού 1951 δεν μνημονεύει τις ευάλωτες ομάδες, εν τούτοις, η παύση ύπαρξης νομικού δεσμού τού αιτούντος άσυλο με την χώρα καταγωγής του γεννά την ανάγκη προστασίας του, και γι΄ αυτόν τον λόγο οι αιτούντες άσυλο χαρακτηρίζονται από το ΕΔΔΑ ως ευάλωτοι. Στο ΚΕΣΑ, από την άλλη, η ευαλωτότητα επαυξάνει την μέριμνα εκ μέρους τού κράτους υποδοχής. Πραγματική όμως προστασία επιτυγχάνεται με την ορθή εφαρμογή τού νομικού πλαισίου σε συνδυασμό με τον διορθωτικό ρόλο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και όχι με ευχολόγια και τεχνοκρατικές ρυθμίσεις, τις οποίες ενίοτε τα κράτη δεν εφαρμόζουν.
Μετά από την ολοκλήρωση των εισηγήσεων, ακολούθησε συζήτηση υπό τον συντονισμό του κυρίου Κούρτη.
5η Θεματική Ενότητα: «Έλεγχος Εφαρμογής Δικαίου Διεθνούς Προστασίας από Δικαιοδοτικά Όργανα»
Την Πέμπτη 25 Μαΐου 2023 πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά, μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας Webex, η πέμπτη και τελευταία συνάντηση τού σεμιναρίου «Δίκαιο Ασύλου και Προσφύγων: Σύγχρονες Ευρωπαϊκές Εξελίξεις», το οποίο διοργανώνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet τού Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το ειδικότερο θέμα τής πέμπτης αυτής συνάντησης ήταν ο «Έλεγχος Εφαρμογής Δικαίου Διεθνούς Προστασίας από Δικαιοδοτικά Όργανα».
Την συζήτηση συντόνισε η κυρία Χρυσαφώ Τσούκα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στην Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, η οποία καλωσόρισε τους εισηγητές και τους εκπαιδευομένους, και έκανε μια σύντομη εισαγωγή στο θέμα τής συνάντησης.
Η πρώτη ομιλήτρια, κυρία Μαρία Κοντού – Durande, τέως Νομική Σύμβουλος, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Βρυξέλλες, παρουσίασε την νομολογία τού ΔΕΕ σχετικά με την προστασία των εξωτερικών συνόρων τής ΕΕ, και την πρόσβαση στο δικαίωμα ασύλου. Ανάμεσα στα δύο αυτά θέματα, εξήγησε η κυρία Κοντού, υπάρχει μια εγγενής αντίφαση, διότι από την μια πλευρά υφίσταται το κυριαρχικό δικαίωμα των κρατών να ελέγχουν την είσοδο και διαμονή στο έδαφός τους υπηκόων τρίτων χωρών, και από την άλλη υφίσταται η προστατευόμενη από διεθνείς συμβάσεις και το ενωσιακό κεκτημένο πρόσβαση στο δικαίωμα ασύλου. Για να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση προτάσεων σχετικών με τον έλεγχο και την διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, πρέπει να γίνει κατανοητή η βάση τής κοινής πολιτικής ελέγχου των εξωτερικών συνόρων, και της κοινής πολιτικής ασύλου και μετανάστευσης. Και οι δύο πολιτικές είναι απόρροια της δημιουργίας τού ΧΕΑΔ από την Συνθήκη τής Λισαβόνας.
Η πολιτική ελέγχου των εξωτερικών συνόρων θεσπίζεται στο άρθρο 77 ΣΛΕΕ και στον Κανονισμό 2016/399/EE, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό 2017/458/EE, σκοπός της δε είναι η προστασία όλων των κρατών μελών -λόγω της κατάργησης των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα- μέσω της καταπολέμησης τής παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και μέσω της πρόληψης κάθε απειλής κατά της εσωτερικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης των κρατών μελών.
Η πολιτική ασύλου και επικουρικής προστασίας προβλέπεται στο άρθρο 78 ΣΛΕΕ, και συνάδει με τις εκ της Συμβάσεως τής Γενεύης και της ΕΣΔΑ υποχρεώσεις. Το άρθρο 78 ΣΛΕΕ απετέλεσε την βάση θέσπισης σειράς νομοθετικών μέτρων (Κανονισμοί 2013/604/ΕΕ Δουβλίνο ΙΙΙ, 2013/603/ΕΕ Eurodac, Οδηγίες 2011/95/ΕΕ, 2013/32/ΕΕ, 2013/33/ΕΕ, 2001/55/ΕΚ). Σκοπός των εναρμονισμένων αυτών κανόνων είναι η ταχύτερη εξέταση των αιτημάτων ασύλου από ένα μόνο κράτος κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων του Κανονισμού Δουβλίνου και της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, έτσι ώστε να καταργηθούν τα κίνητρα για δευτερογενείς μετακινήσεις.
Κοινός παρονομαστής των δύο παραπάνω πολιτικών είναι ο σεβασμός της Σύμβασης τής Γενεύης τού 1951 και των διεθνών συμβάσεων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει και ο ΧΘΔ τής ΕΕ, ο οποίος αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος των Συνθηκών, και ο οποίος στο άρθρο 52(3) ορίζει ότι η εμβέλεια των αντιστοίχων με την ΕΣΔΑ δικαιωμάτων που ο ίδιος προβλέπει, είναι η ίδια που τους αποδίδει η ΕΣΔΑ. Γι’ αυτόν τον λόγο παρατηρείται μια εναρμονισμένη θέση των δύο Δικαστηρίων ως προς την ερμηνεία των σχετικών με την προστασία των αιτούντων διεθνή προστασία κανόνων.
Στην συνέχεια η κυρία Κοντού εξέτασε το δικαίωμα πρόσβασης στην διαδικασία διεθνούς προστασίας. Ρυθμίζεται αναλυτικά στα άρθρα 6 και 7 της Οδηγίας για τις διαδικασίες (2013/32/ΕΕ), ενώ σχετικό είναι και το αρ. 31 της Σύμβασης της Γενεύης, το οποίο απαγορεύει στα συμβαλλόμενα μέρη να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις λόγω παράνομης εισόδου ή διαμονής σε πρόσωπα που προέρχονται από χώρες όπου διώκονται ή όπου απειλείται η ζωή τους. Η έννοια του αιτούντος άσυλο καλύπτει κάθε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος εκφράζει ενώπιον οιασδήποτε Αρχής στα χερσαία ή θαλάσσια σύνορα ή στο εσωτερικό τής χώρας την πρόθεσή του να υποβάλει αίτημα ασύλου. Από την στιγμή κατά την οποία εκφράζεται η πρόθεση αυτή, έστω και αν δεν έχουν ολοκληρωθεί οι τυπικές διαδικασίες, το πρόσωπο θεωρείται αιτών διεθνούς προστασίας και απολαμβάνει όλα τα προβλεπόμενα δικαιώματα, και ειδικότερα τα οριζόμενα στην Οδηγία για την υποδοχή. Εν συνεχεία η ομιλήτρια αναφέρθηκε εν τάχει στην έννοια του δικαιούχου διεθνούς προστασίας (πρόσφυγα και δικαιούχου επικουρικής).
Ακολούθως εξετάστηκε η νομολογία του ΔΕΕ. Λόγω μεταναστευτικών πιέσεων ορισμένα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να διατηρήσουν -όπως πιστεύουν- την δημόσια τάξη και ασφάλειά τους. Η Ουγγαρία το 2015 τροποποίησε την νομοθεσία της αναφορικά με την πρόσβαση στο δικαίωμα ασύλου, με αποτέλεσμα να την περιορίσει δραστικά (ορισμός μόνο δύο ζωνών διέλευσης, εφαρμογή διοικητικής πρακτικής εισόδου ημερησίως ενός ή δύο ατόμων, λειτουργία μόνο ενός κέντρου υποβολής και εξέτασης αιτημάτων ασύλου, υποχρέωση διαμονής στα σύνορα μέχρι την εξέταση χωρίς δικαίωμα απομάκρυνσης, συστηματική κράτηση, απόρριψη των περισσότερων αιτήσεων ως απαραδέκτων με την αιτιολογία ότι οι αιτούντες είχαν εισέλθει στην ουγγρική επικράτεια από την Σερβία η οποία είχε αναγνωριστεί ως ασφαλής τρίτη χώρα, ποινικοποίηση της βοήθειας που χορηγείτο από ΜΚΟ στους νεοαφιχθέντες). Τα μέτρα αυτά υπήρξαν αντικείμενο τεσσάρων αποφάσεων επί προδικαστικών παραπομπών και δύο προσφυγών κατά της Ουγγαρίας. Το ΔΕΕ υπομνημάτισε ότι η πρόσβαση στο άσυλο συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο προβλέπεται από την Οδηγία για τις διαδικασίες κατ’ εφαρμογήν της Σύμβασης της Γενεύης, ότι τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να εξασφαλίζουν πρόσβαση στην διαδικασία αυτή, και ότι η απέλαση από τα σύνορα χωρίς εξέταση του αιτήματος ή λόγω απόρριψής του με την αιτιολογία ότι η τρίτη χώρα από την οποία εισήλθε ο αιτών θεωρείται ασφαλής, θεωρείται επαναπροώθηση και απαγορεύεται.
Το ΔΕΕ επανέλαβε την άνω θέση του και στην αφορώσα την Λιθουανία υπόθεση. Το 2021 κηρύχθηκε στην χώρα κατάσταση επείγουσας εθνικής ανάγκης λόγω μαζικής εισροής υπηκόων τρίτων χωρών από τα σύνορα με την Λευκορωσία. Η Λιθουανία υιοθέτησε νόμο ο οποίος παρεξέκλινε σε σημαντικό βαθμό από την Οδηγία για τις διαδικασίες και περιόριζε σημαντικά την πρόσβαση στο άσυλο. Σε σχετική υπόθεση ενώπιον εθνικού δικαστηρίου (προσβολή απορριπτικής απόφασης επί αιτήσεως ασύλου), ο Λιθουανός δικαστής, αμφιβάλλοντας για την νομιμότητα των ληφθέντων από την χώρα του μέτρων, υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, το οποίο επανέλαβε ότι η Οδηγία για τις διαδικασίες δεν επιτρέπει παρεκκλίσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στο άσυλο.
Όλα τα παραπάνω μέτρα, που έχουν κριθεί παράνομα από το ΔΕΕ, στηρίζονται στην άποψη των κρατών ότι οι μαζικές αφίξεις συνιστούν σοβαρή διατάραξη τής δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Το άρθρο 72 ΣΛΕΕ (υπό τον Τίτλο V) ορίζει ότι ο Τίτλος V δεν θίγει την άσκηση των ευθυνών που βαρύνουν τα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και την διαφύλαξη της εσωτερικής τους ασφάλειας. Επικαλούμενα το άρθρο 72 ΣΛΕΕ, κράτη όπως η Ουγγαρία θεώρησαν ότι μπορούσαν να μην εφαρμόζουν την Οδηγία για τις διαδικασίες για το άσυλο. Το ΔΕΕ απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά και έδωσε έναν αυστηρό και στενό ορισμό τής έννοιας της διασάλευσης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Δηλαδή, το ΔΕΕ απέρριψε την γενική και αόριστη επίκληση της άνω έννοιας και απαιτεί εμπεριστατωμένη απόδειξη των λόγων που θα δικαιολογούσαν παρέκκλιση από το ενωσιακό δίκαιο, ενώ έκρινε ότι το αρ. 72 ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει παρέκκλιση από την Οδηγία, πράγμα που θα οδηγούσε σε μη ομοιόμορφη εφαρμογή τού ενωσιακού δικαίου και θα έθιγε τον δεσμευτικό χαρακτήρα των Οδηγιών.
Το άρθρο 43 τής Οδηγίας για τις διαδικασίες δίνει την δυνατότητα στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ταχείες διαδικασίες στα εξωτερικά σύνορα με σκοπό την εκτίμηση τού παραδεκτού των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, απορρίπτοντας έτσι τις προδήλως αβάσιμες ή καταχρηστικές. Το ΔΕΕ έκρινε ότι χάρις στις διαδικασίες αυτές, τα κράτη στα εξωτερικά σύνορα είναι σε θέση να διασφαλίζουν την δημόσια τάξη και εσωτερική ασφάλειά τους χωρίς παρέκκλιση από τις ενωσιακές διατάξεις.
Τα μέτρα στα οποία συνίσταται ο έλεγχος και η προστασία των εξωτερικών συνόρων ήταν το επόμενο θέμα που αναπτύχθηκε. Περιλαμβάνουν την ταυτοποίηση και εκτίμηση ενδεχόμενης επικινδυνότητας των εισερχομένων, την τοποθέτησή τους σε κέντρα υποδοχής ή κράτησης προκειμένου περί παρανόμως εισελθόντων οι οποίοι θα επιστραφούν, την καταχώριση δακτυλικών αποτυπωμάτων και στοιχείων στην βάση Eurodac, την συστηματική εξέταση τής νομιμότητας εισόδου όσων διέρχονται από τα εξωτερικά σύνορα μέσω των βάσεων δεδομένων SIS, VIS και ενός καινούργιου συστήματος στο οποίο καταγράφονται όλες οι σχετικές πληροφορίες (ημερομηνίες, διάρκεια και απαγορεύσεις εισόδου), και την ανάλυση κινδύνου για την δημόσια τάξη και ασφάλεια. Η κυρία Κοντού υπενθύμισε ότι τα κράτη στα εξωτερικά σύνορα είναι επιφορτισμένα με την διεξαγωγή των άνω διαδικασιών.
Κατά την περίοδο 2015-16, χιλιάδες άνθρωποι εισέρχονταν από τα εξωτερικά σύνορα τής ΕΕ χωρίς έλεγχο και συνέχιζαν το ταξίδι τους προς κράτη μέλη στο εσωτερικό τής ΕΕ. Το ΔΕΕ έκρινε ότι είχαν παρανόμως εισέλθει από τα εξωτερικά σύνορα, καθώς και ότι ο Κανονισμός Δουβλίνο εφαρμόζεται και δημιουργεί ευθύνη για τα κράτη μέλη πρώτης εισόδου τα οποία παρέλειψαν να προβούν στους απαιτούμενους ελέγχους. Λαμβάνοντας όμως υπ’ όψιν το πρακτικώς αδύνατον της τήρησης των υποχρεώσεων υποδοχής και διαχείρισης οι οποίες βαρύνουν τα κράτη πρώτης εισόδου σε περίπτωση μαζικών αφίξεων, το Δικαστήριο υπογράμμισε την δυνατότητα λήψεως μέτρων αλληλεγγύης εκ μέρους άλλων κρατών μελών (μονομερώς ή συντονισμένα σύμφωνα με τον Κανονισμό Δουβλίνου), και κατ’ εφαρμογήν τής αρχής της αλληλεγγύης σύμφωνα με το άρθρο 80 ΣΛΕΕ.
Η αρχή τής αλληλεγγύης τού άρθρου 80 ΣΛΕΕ αναφέρεται στις πολιτικές μετανάστευσης, ασύλου και ελέγχων στα σύνορα, και επιβάλλει στα θεσμικά όργανα, τους νομοθέτες, να θεσπίσουν τα κατάλληλα μέτρα αλληλεγγύης, χωρίς όμως να τα συγκεκριμενοποιεί. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις ΕΕ 2015/1523 και 2015/1601 για υποχρεωτικά μέτρα μετεγκατάστασης υπέρ Ιταλίας και Ελλάδας όχι μόνο δεν εφαρμόστηκαν, αλλά έφεραν στο φως την διαίρεση ανάμεσα στα κράτη που θεωρούσαν απαραίτητη αυτήν την μορφή αλληλεγγύης, και σε εκείνα που την απέρριπταν.
Συμπερασματικά, το ενωσιακό δίκαιο επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την απρόσκοπτη πρόσβαση στο δικαίωμα ασύλου με πρόβλεψη επαρκών και νομίμων εισόδων διέλευσης και με διάθεση επαρκούς προσωπικού. Έλεγχος συνόρων σημαίνει κατ’ ουσίαν έλεγχο των λόγων και της νομιμότητας εισόδου, καθώς και του ενδεχομένου κινδύνου εκ της εισόδου κάθε συγκεκριμένου προσώπου στην επικράτεια κράτους μέλους. Η απουσία υιοθέτησης μέτρων αλληλεγγύης δεν δικαιολογεί λήψη μέτρων μονομερώς εκ μέρους των πληττομένων κρατών στα εξωτερικά σύνορα, τα οποία μέτρα παρεκκλίνουν από το ενωσιακό δίκαιο αλλά και την ΕΣΔΑ.
Η δεύτερη ομιλήτρια, κυρία Αικατερίνη Κουτσοπούλου, Πρωτοδίκης Διοικητικών Δικαστηρίων, Διδάκτωρ Νομικής και Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια Νομικής ΕΚΠΑ, παρουσίασε ενδεικτική νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων και επιλεγμένες αποφάσεις Επιτροπών Προσφυγών, διευκρινίζοντας εξ αρχής ότι δεν υπάρχει παγιωμένη νομολογία αλλά ούτε και πάγια θέση των αρχών σε θέματα δικαίου διεθνούς προστασίας.
Αυτό το οποίο πρέπει να αποδείξει ο αιτών διεθνή προστασία είναι ο φόβος του δίωξης. Η Σύμβαση τής Γενεύης δεν περιέχει διατάξεις για την αξιολόγηση των ισχυρισμών, και γενικά το ζήτημα τού βαθμού βεβαιότητος που πρέπει να έχει το αρμόδιο όργανο για τον κίνδυνο δίωξης που διατρέχει ο αιτών στην χώρα καταγωγής του, δεν ρυθμίζεται στο δίκαιο.
Η πρώτη υπόθεση που παρουσιάστηκε αφορούσε απορριπτική απόφαση Επιτροπής, η οποία στηρίχτηκε στο ότι οι αιτούντες άσυλο (υπήκοοι Σιέρρας Λεόνε) δεν μπόρεσαν να απαντήσουν στην ερώτηση αν το κόμμα που υπεστήριζαν στην χώρα καταγωγής τους ήταν αριστερής ή δεξιάς πολιτικής τοποθέτησης. Η απόφαση προσεβλήθη ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο ακύρωσε την απορριπτική απόφαση, διότι έκρινε ότι αυτή δεν συνιστούσε εύλογη κρίση. Τούτο δε επειδή οι αιτούντες δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν τί συνιστά ‘δεξιά’ και τί ‘αριστερά’, αφού η πολιτική ζωή στην Σιέρρα Λεόνε είναι μεν έντονα διαιρεμένη, αλλά στην βάση διαφορών μεταξύ εθνοτικών ομάδων και όχι σε βάση ανάλογη του ισχύοντος πολιτικού χάρτη στην Ευρώπη.
Στην συνέχεια, η κυρία Κουτσοπούλου παρουσίασε αποφάσεις Επιτροπών Προσφυγών. Με αυτές τις αποφάσεις ισχυρισμοί αιτούντων έχουν κριθεί:
– αξιόπιστοι (από στοιχεία τού φακέλου, την συνέντευξη ή διεθνείς πηγές),
– μη δυνάμενοι να επιβεβαιωθούν από διεθνείς πηγές ως εκ της ιδιωτικής τους φύσης (π.χ., βιασμός),
– ότι παρουσιάζουν κάποια κενά, αλλά ότι είναι αξιόπιστοι,
– ότι παρουσιάζουν ασάφειες ή κενά (δικαιολογούμενα από το νεαρό τής ηλικίας, την χρονική απόσταση των γεγονότων ή το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο), αλλά όχι αναξιοπιστία.
Αναφορικά με την ομοφυλοφιλία, σχετικός ισχυρισμός έχει κριθεί ότι παρουσιάζει αοριστία, ο βαθμός τής οποίας όμως δεν πλήττει την αξιοπιστία. Σε άλλη υπόθεση, ο ισχυρισμός έχει κριθεί αξιόπιστος λόγω της λεπτομερούς αφήγησης περιστατικών, ενώ έτερη Επιτροπή έχει απορρίψει ισχυρισμό για ομοφυλοφιλία λόγω εξαιρετικώς ασαφών και αόριστων περιγραφών.
Τα ζητήματα θρησκευτικών πεποιθήσεων, όπως η μεταστροφή στον Χριστιανισμό, είναι εξ ίσου δύσκολο να αποδειχθούν. Παρουσιάστηκε απόφαση Επιτροπής η οποία απέρριψε ισχυρισμό μεταστροφής ως γενικόλογο, ενώ άλλη έκανε δεκτό ανάλογο ισχυρισμό λόγω μη ύπαρξης κενών και κατ’ απονομήν τού ευεργετήματος τής αμφιβολίας. Περαιτέρω, ισχυρισμός αιτούντος ότι βασανίσθηκε από στρατιώτες έγινε δεκτός ως αληθής λαμβανομένων υπ’ όψιν διεθνών πληροφοριών, αλλά και του ευεργετήματος της αμφιβολίας. Η ομιλήτρια υπενθύμισε την πάγια από το 2009 νομολογία τού ΣτΕ ότι προϋπόθεση για την αναγνώριση του ευεργετήματος είναι η προβολή από τον αιτούμενο άσυλο ουσιωδών ισχυρισμών (ΣτΕ 4044/2009).
Αναφορικά με τις ρήτρες αποκλεισμού από το προσφυγικό καθεστώς (άρθρα 1 Στ’ Σύμβασης Γενεύης και 12 Οδηγίας 2011/95) το ΣτΕ έχει νομολογήσει ότι στους εγκληματίες εφαρμόζονται οι ρήτρες αυτές (ΣτΕ 3328/2011), ότι προηγείται η εξέταση των ρητρών υπαγωγής στο καθεστώς πρόσφυγα και έπεται η εξέταση των ρητρών αποκλεισμού από αυτό (ΣτΕ 3328/2011), ότι το ‘πολιτικό έγκλημα’ δεν προσδιορίζεται βάσει κανόνων τής έννομης τάξης τής χώρας παροχής ασύλου, αλλά βάσει αυτόνομης ερμηνείας (ΣτΕ 1661/2012), ότι το δίκαιο τής έκδοσης έχει διαφορετική νομική βάση από το δίκαιο ασύλου, στο οποίο περιλαμβάνονται οι ρήτρες αποκλεισμού (ΟλΣτΕ 1694/2018), ότι το πολιτικό έγκλημα στρέφεται ευθέως κατά της Πολιτείας (ΣτΕ 1661/2012), ότι στρατιωτική παράβαση για την οποία δεν χωρεί έκδοση δεν δύναται να θεωρηθεί ως σοβαρό αδίκημα τού κοινού ποινικού δικαίου (ΟλΣτΕ 1694/2018), ότι το επίπεδο απόδειξης των ρητρών αποκλεισμού είναι οι ‘σοβαροί λόγοι’ οι οποίοι πρέπει να προκύπτουν από σαφή και αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία, ότι η μη ύπαρξη σοβαρών λόγων, δηλαδή η μη ύπαρξη αξιόπιστων στοιχείων, δεν μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή των ρητρών αποκλεισμού (ΟλΣτΕ 1694/2018). Από τις Επιτροπές ως σοβαρά μη πολιτικά εγκλήματα έχουν κριθεί ο βιασμός και η συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση.
Στην συνέχεια η ομιλήτρια σχολίασε ότι ένα θέμα το οποίο προβληματίζει ιδιαίτερα είναι η πρόσφατη νομολογία αρκετών Επιτροπών σύμφωνα με την οποία εφαρμόζονται οι ρήτρες αποκλεισμού και σε περιπτώσεις ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων που τελέστηκαν εντός της ελληνικής επικράτειας, παρά τα οριζόμενα τόσο στην Σύμβαση τής Γενεύης, όσο και στην Οδηγία για την αναγνώριση και τον Ν. 4636/2019 ότι τα εγκλήματα αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε αποκλεισμό μόνον όταν έχουν διαπραχθεί εκτός της χώρας ασύλου. Πάγια νομολογία τού ΔΕΕ είναι ότι οι ρήτρες αποκλεισμού πρέπει να ερμηνεύονται στενά.
Όσον αφορά την ευαλωτότητα, αρμόδια να την αναγνωρίσει είναι η Υπηρεσία Ασύλου και όχι οι Επιτροπές, σύμφωνα με αποφάσεις των τελευταίων. Σχετικά με την διαδικασία των συνόρων, οι Επιτροπές έχουν επίσης αποφασίσει ότι από αυτήν εξαιρούνται οι ασυνόδευτοι ανήλικοι και οι εγκυμονούσες, ανεξαρτήτως των διαδικαστικών εγγυήσεων που τους παρέχονται κατά την συνοριακή διαδικασία.
Στην συνέχεια έγινε σύντομη αναφορά σε δύο σχετικές με επιστροφές αποφάσεις Διοικητικών Πρωτοδικείων (ακύρωση επιστροφής λόγω μη χορήγησης προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης, και ακύρωση επιστροφής λόγω μη εξατομικευμένης αξιολόγησης και λήψης υπ’ όψιν τής διαφορετικής ιθαγένειας τέκνου και μητέρας), καθώς και σε δικαστικές αποφάσεις και αποφάσεις Επιτροπών επί άλλων ειδικοτέρων θεμάτων. Μετά την ενδεικτική αυτή παρουσίαση αποφάσεων, και ως συμπερασματική παρατήρηση, η ομιλήτρια ανέφερε ότι δεν έχει διαμορφωθεί πάγια νομολογία επί των ως άνω θεμάτων.
Η τρίτη ομιλήτρια, κυρία Ελένη Μίχα, Διδάκτωρ Νομικής, Ειδικό Διδακτικό Προσωπικό, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, παρουσίασε την νομολογία τού ΕΔΔΑ, ως κύριου οργάνου ελέγχου εφαρμογής τής ΕΣΔΑ, αναφορικά με ζητήματα διεθνούς προστασίας. Όσον αφορά την κατά τόπον δικαιοδοσία τού ΕΔΔΑ, το ίδιο το Δικαστήριο έχει νομολογήσει ότι αυτή υπάρχει όπου το καθ’ ου η προσφυγή κράτος ευθύνεται για την εφαρμογή τής Σύμβασης, δηλαδή τόσο στην επικράτειά του, όσο και εκτός των συνόρων του, σε περιοχές όπου ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και στην ανοικτή θάλασσα (προστασία ζωής, μη επαναπροώθηση), όπου κανένα κράτος δεν ασκεί κυριαρχία. Στην υπόθεση Μ.Ν. και άλλοι κατά Βελγίου (2020) το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι το κράτος δεν ασκεί δικαιοδοσία και άρα δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάσει αίτημα ασύλου το οποίο υποβάλλεται εκτός της εδαφικής επικρατείας του, ως εν προκειμένω στην πρεσβεία τού Βελγίου στον Λίβανο.
Η κυρία Μίχα υπενθύμισε ότι η ΕΣΔΑ δεν κατοχυρώνει ατομικό δικαίωμα παροχής ασύλου. Το δικαίωμα αυτό βασίζεται στα επί μέρους ‘κλασικά’ δικαιώματα που κατοχυρώνει η Σύμβαση. Εκκινώντας από αυτά, το Δικαστήριο ερμήνευσε την ΕΣΔΑ κατά τέτοιον τρόπο ώστε να συμπεριλάβει στην προστασία της και τους αιτούντες άσυλο. Το υπ’ αρ. 4 Πρόσθετο Πρωτόκολλο, το οποίο όμως δεν αποτελεί μέρος τής κυρίας Σύμβασης, και ειδικά το αρ. 4 αυτού, είναι η μοναδική διάταξη που αναφέρεται συγκεκριμένα σε αλλοδαπούς, και απαγορεύει την μαζική απέλασή τους.
Κατά το ΕΔΔΑ, δικαιούχοι ασύλου και επικουρικής προστασίας είναι οι πρόσφυγες και τα άτομα υπό δίωξη, ενώ αιτούντες άσυλο είναι δυνητικά όλα τα ευρισκόμενα σε ευάλωτη θέση άτομα. Προκειμένου να διαπιστώσει αν το άτομο δικαιούται άσυλο ή επικουρική, το Δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη πραγματικού, μελλοντικού, προβλέψιμου και προσωπικού κινδύνου, μη αρκούμενο σε αόριστους ισχυρισμούς. Λαμβάνει όμως υπ’ όψιν και την γενική κατάσταση στο κράτος προέλευσης, καθώς και μαρτυρίες και αποδεικτικά στοιχεία από άλλες πηγές οι οποίες μπορούν να τεκμηριώσουν τον κίνδυνο και την ευαλωτότητα, όπως στοιχεία από ΜΚΟ, π.χ., Γιατροί Χωρίς Σύνορα, Human Rights Watch, εκθέσεις τής Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού. Δεν χρειάζεται πλήρης απόδειξη εκ μέρους τού προσφεύγοντα, αρκούν οι ισχυρές ενδείξεις.
Το ΕΔΔΑ έχει ταξινομήσει τις υποχρεώσεις των κρατών σε αρνητικές και θετικές. Βασική αρνητική υποχρέωση των κρατών σε σχέση με το δικαίωμα ασύλου είναι η απαγόρευση τής επαναπροώθησης και διακινδύνευσης των αιτούντων. Στο σημείο αυτό η κυρία Μίχα παρουσίασε την πολύ σημαντική απόφαση Safi και άλλοι κατά Ελλάδος (υπόθεση ναυαγίου στο Φαρμακονήσι), την οποία εξέδωσε το ΕΔΔΑ το 2022. Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο διευκρίνισε τί σημαίνει απαγόρευση επαναπροώθησης και ουσιαστική προστασία με βάση τις εκ της ΕΣΔΑ υποχρεώσεις. Το ουσιαστικό σκέλος τής προσφυγής ήταν η μη εκπλήρωση εκ μέρους τής Ελλάδας των υποχρεώσεών της από την Σύμβαση (προστασία ζωής, προστασία από βασανιστήρια και απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, μη επαναπροώθηση στην Τουρκία). Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η μη επαναπροώθηση δεν συνδέεται με την προστασία αυτή καθ’ αυτή, αλλά είναι ξεχωριστό δικαίωμα για το οποίο ο προσφεύγων πρέπει να διαθέτει στιβαρές αποδείξεις. Έκρινε ότι τέτοιες αποδείξεις δεν υπήρχαν, και έτσι η Ελλάδα δεν κρίθηκε υπεύθυνη για παραβίαση τής απαγόρευσης επαναπροώθησης (υπ’ αρ. 4 Πρ. Πρωτοκ. άρθρο 4). Διαπίστωσε, όμως, ουσιαστικές παραβιάσεις τής ΕΣΔΑ, και συγκεκριμένα, παραβίαση προστασίας ζωής λόγω παραλείψεων και καθυστερήσεων τής επιχείρησης διάσωσης και μη ενεργοποίηση κατάλληλων μέσων διάσωσης. Επίσης, εφ’ όσον υπήρχαν απώλειες ανθρώπινων ζωών, θα έπρεπε να διεξαχθεί έρευνα για την διαπίστωση τυχόν παραλείψεων και μη προσήκουσας εκπλήρωσης της υποχρέωσης προστασίας τής ζωής εκ μέρους τής Ελλάδας. Έκρινε δε ότι δεν έλαβε χώρα αποτελεσματική έρευνα, καθώς και ότι η συμμετοχή των θυμάτων στις εθνικές διαδικασίες για την διακρίβωση των παραλείψεων δεν ήταν επαρκής. Τέλος, έκρινε ότι τα θύματα (επιζώντες) υπέστησαν εξευτελιστική μεταχείριση (σωματική έρευνα σε κοινή θέα).
Οι θετικές υποχρεώσεις των κρατών μερών σε σχέση με τους αιτούντες άσυλο, περιλαμβάνουν την παροχή ουσιαστικών και δικονομικών εγγυήσεων, δηλαδή την υποχρέωση τού κράτους να παρέχει διαδικασία εξέτασης αιτημάτων παροχής διεθνούς προστασίας, η οποία να διασφαλίζει την προστασία τής ζωής, τις συνθήκες κράτησης και διαβίωσης, την απαγόρευση αυθαίρετης κράτησης, την οικογενειακή επανένωση και την προστασία από συνοπτικές διαδικασίες για ομαδικές απελάσεις. Άλλες θετικές υποχρεώσεις είναι ο σεβασμός τής ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (υπόθεση Ghadamian κατά Ελβετίας, 2022, στην οποία το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν ελέγχθηκαν εις βάθος τα κριτήρια τού άρθρου 8 ΕΣΔΑ) και η παροχή υπαρκτών και αποτελεσματικών ενδίκων μέσων (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής – αρ. 13 ΕΣΔΑ). Η τελευταία απόφαση που παρουσιάστηκε ήταν η Abu Salem κατά Πορτογαλίας (2023). Διαμένων στην Πορτογαλία ύποπτος για τρομοκρατική επίθεση στο Μουμπάι, απελάθηκε στην χώρα καταγωγής του, μεταξύ της οποίας και της Ινδίας υπήρχε σύμβαση έκδοσης. Όταν ελήφθη η απόφαση έκδοσής του, οι Πορτογαλικές Αρχές ζήτησαν διπλωματικές εξασφαλίσεις ότι με την έκδοση και εκδίκαση της υπόθεσής του δεν θα υποβαλλόταν σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση από την Ινδία, η οποία ως τρίτη χώρα δεν έχει υποχρέωση τήρησης τής ΕΣΔΑ, όπως η Πορτογαλία. Ο Abu Salem προσέφυγε στο ΕΔΔΑ και ισχυρίστηκε ότι η απέλασή του ήταν παράνομη διότι υπέστη βασανιστήρια, και ότι η Πορτογαλία έπρεπε να του παρέχει άσυλο (αρ. 3 και 13 ΕΣΔΑ). Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρχε παραβίαση εκ μέρους της Πορτογαλίας διότι είχε ζητήσει διπλωματικές εξασφαλίσεις, παρακολουθούσε την υπόθεση και τις συνθήκες κράτησης τού Abu Salem στην Ινδία, και επιπλέον υπήρχε συνεννόηση σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών.
Μετά από την ολοκλήρωση των εισηγήσεων, ακολούθησε συζήτηση υπό τον συντονισμό της κυρίας Τσούκα.