
Δ.Τ. «Έλεγχος Εφαρμογής Δικαίου Διεθνούς Προστασίας από Δικαιοδοτικά Όργανα»
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
Διαδικτυακό Σεμινάριο «Δίκαιο Ασύλου και Προσφύγων: Σύγχρονες Ευρωπαϊκές Εξελίξεις»
5η Θεματική Ενότητα: «Έλεγχος Εφαρμογής Δικαίου Διεθνούς Προστασίας από Δικαιοδοτικά Όργανα»
Την Πέμπτη 25 Μαΐου 2023 πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά, μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας Webex, η πέμπτη και τελευταία συνάντηση τού σεμιναρίου «Δίκαιο Ασύλου και Προσφύγων: Σύγχρονες Ευρωπαϊκές Εξελίξεις», το οποίο διοργανώνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet τού Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το ειδικότερο θέμα τής πέμπτης αυτής συνάντησης ήταν ο «Έλεγχος Εφαρμογής Δικαίου Διεθνούς Προστασίας από Δικαιοδοτικά Όργανα».
Την συζήτηση συντόνισε η κυρία Χρυσαφώ Τσούκα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στην Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, η οποία καλωσόρισε τους εισηγητές και τους εκπαιδευομένους, και έκανε μια σύντομη εισαγωγή στο θέμα τής συνάντησης.
Η πρώτη ομιλήτρια, κυρία Μαρία Κοντού – Durande, τέως Νομική Σύμβουλος, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Βρυξέλλες, παρουσίασε την νομολογία τού ΔΕΕ σχετικά με την προστασία των εξωτερικών συνόρων τής ΕΕ, και την πρόσβαση στο δικαίωμα ασύλου. Ανάμεσα στα δύο αυτά θέματα, εξήγησε η κυρία Κοντού, υπάρχει μια εγγενής αντίφαση, διότι από την μια πλευρά υφίσταται το κυριαρχικό δικαίωμα των κρατών να ελέγχουν την είσοδο και διαμονή στο έδαφός τους υπηκόων τρίτων χωρών, και από την άλλη υφίσταται η προστατευόμενη από διεθνείς συμβάσεις και το ενωσιακό κεκτημένο πρόσβαση στο δικαίωμα ασύλου. Για να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση προτάσεων σχετικών με τον έλεγχο και την διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, πρέπει να γίνει κατανοητή η βάση τής κοινής πολιτικής ελέγχου των εξωτερικών συνόρων, και της κοινής πολιτικής ασύλου και μετανάστευσης. Και οι δύο πολιτικές είναι απόρροια της δημιουργίας τού ΧΕΑΔ από την Συνθήκη τής Λισαβόνας.
Η πολιτική ελέγχου των εξωτερικών συνόρων θεσπίζεται στο άρθρο 77 ΣΛΕΕ και στον Κανονισμό 2016/399/EE, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό 2017/458/EE, σκοπός της δε είναι η προστασία όλων των κρατών μελών -λόγω της κατάργησης των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα- μέσω της καταπολέμησης τής παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και μέσω της πρόληψης κάθε απειλής κατά της εσωτερικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης των κρατών μελών.
Η πολιτική ασύλου και επικουρικής προστασίας προβλέπεται στο άρθρο 78 ΣΛΕΕ, και συνάδει με τις εκ της Συμβάσεως τής Γενεύης και της ΕΣΔΑ υποχρεώσεις. Το άρθρο 78 ΣΛΕΕ απετέλεσε την βάση θέσπισης σειράς νομοθετικών μέτρων (Κανονισμοί 2013/604/ΕΕ Δουβλίνο ΙΙΙ, 2013/603/ΕΕ Eurodac, Οδηγίες 2011/95/ΕΕ, 2013/32/ΕΕ, 2013/33/ΕΕ, 2001/55/ΕΚ). Σκοπός των εναρμονισμένων αυτών κανόνων είναι η ταχύτερη εξέταση των αιτημάτων ασύλου από ένα μόνο κράτος κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων του Κανονισμού Δουβλίνου και της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, έτσι ώστε να καταργηθούν τα κίνητρα για δευτερογενείς μετακινήσεις.
Κοινός παρονομαστής των δύο παραπάνω πολιτικών είναι ο σεβασμός της Σύμβασης τής Γενεύης τού 1951 και των διεθνών συμβάσεων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει και ο ΧΘΔ τής ΕΕ, ο οποίος αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος των Συνθηκών, και ο οποίος στο άρθρο 52(3) ορίζει ότι η εμβέλεια των αντιστοίχων με την ΕΣΔΑ δικαιωμάτων που ο ίδιος προβλέπει, είναι η ίδια που τους αποδίδει η ΕΣΔΑ. Γι’ αυτόν τον λόγο παρατηρείται μια εναρμονισμένη θέση των δύο Δικαστηρίων ως προς την ερμηνεία των σχετικών με την προστασία των αιτούντων διεθνή προστασία κανόνων.
Στην συνέχεια η κυρία Κοντού εξέτασε το δικαίωμα πρόσβασης στην διαδικασία διεθνούς προστασίας. Ρυθμίζεται αναλυτικά στα άρθρα 6 και 7 της Οδηγίας για τις διαδικασίες (2013/32/ΕΕ), ενώ σχετικό είναι και το αρ. 31 της Σύμβασης της Γενεύης, το οποίο απαγορεύει στα συμβαλλόμενα μέρη να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις λόγω παράνομης εισόδου ή διαμονής σε πρόσωπα που προέρχονται από χώρες όπου διώκονται ή όπου απειλείται η ζωή τους. Η έννοια του αιτούντος άσυλο καλύπτει κάθε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος εκφράζει ενώπιον οιασδήποτε Αρχής στα χερσαία ή θαλάσσια σύνορα ή στο εσωτερικό τής χώρας την πρόθεσή του να υποβάλει αίτημα ασύλου. Από την στιγμή κατά την οποία εκφράζεται η πρόθεση αυτή, έστω και αν δεν έχουν ολοκληρωθεί οι τυπικές διαδικασίες, το πρόσωπο θεωρείται αιτών διεθνούς προστασίας και απολαμβάνει όλα τα προβλεπόμενα δικαιώματα, και ειδικότερα τα οριζόμενα στην Οδηγία για την υποδοχή. Εν συνεχεία η ομιλήτρια αναφέρθηκε εν τάχει στην έννοια του δικαιούχου διεθνούς προστασίας (πρόσφυγα και δικαιούχου επικουρικής).
Ακολούθως εξετάστηκε η νομολογία του ΔΕΕ. Λόγω μεταναστευτικών πιέσεων ορισμένα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να διατηρήσουν -όπως πιστεύουν- την δημόσια τάξη και ασφάλειά τους. Η Ουγγαρία το 2015 τροποποίησε την νομοθεσία της αναφορικά με την πρόσβαση στο δικαίωμα ασύλου, με αποτέλεσμα να την περιορίσει δραστικά (ορισμός μόνο δύο ζωνών διέλευσης, εφαρμογή διοικητικής πρακτικής εισόδου ημερησίως ενός ή δύο ατόμων, λειτουργία μόνο ενός κέντρου υποβολής και εξέτασης αιτημάτων ασύλου, υποχρέωση διαμονής στα σύνορα μέχρι την εξέταση χωρίς δικαίωμα απομάκρυνσης, συστηματική κράτηση, απόρριψη των περισσότερων αιτήσεων ως απαραδέκτων με την αιτιολογία ότι οι αιτούντες είχαν εισέλθει στην ουγγρική επικράτεια από την Σερβία η οποία είχε αναγνωριστεί ως ασφαλής τρίτη χώρα, ποινικοποίηση της βοήθειας που χορηγείτο από ΜΚΟ στους νεοαφιχθέντες). Τα μέτρα αυτά υπήρξαν αντικείμενο τεσσάρων αποφάσεων επί προδικαστικών παραπομπών και δύο προσφυγών κατά της Ουγγαρίας. Το ΔΕΕ υπομνημάτισε ότι η πρόσβαση στο άσυλο συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο προβλέπεται από την Οδηγία για τις διαδικασίες κατ’ εφαρμογήν της Σύμβασης της Γενεύης, ότι τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να εξασφαλίζουν πρόσβαση στην διαδικασία αυτή, και ότι η απέλαση από τα σύνορα χωρίς εξέταση του αιτήματος ή λόγω απόρριψής του με την αιτιολογία ότι η τρίτη χώρα από την οποία εισήλθε ο αιτών θεωρείται ασφαλής, θεωρείται επαναπροώθηση και απαγορεύεται.
Το ΔΕΕ επανέλαβε την άνω θέση του και στην αφορώσα την Λιθουανία υπόθεση. Το 2021 κηρύχθηκε στην χώρα κατάσταση επείγουσας εθνικής ανάγκης λόγω μαζικής εισροής υπηκόων τρίτων χωρών από τα σύνορα με την Λευκορωσία. Η Λιθουανία υιοθέτησε νόμο ο οποίος παρεξέκλινε σε σημαντικό βαθμό από την Οδηγία για τις διαδικασίες και περιόριζε σημαντικά την πρόσβαση στο άσυλο. Σε σχετική υπόθεση ενώπιον εθνικού δικαστηρίου (προσβολή απορριπτικής απόφασης επί αιτήσεως ασύλου), ο Λιθουανός δικαστής, αμφιβάλλοντας για την νομιμότητα των ληφθέντων από την χώρα του μέτρων, υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, το οποίο επανέλαβε ότι η Οδηγία για τις διαδικασίες δεν επιτρέπει παρεκκλίσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στο άσυλο.
Όλα τα παραπάνω μέτρα, που έχουν κριθεί παράνομα από το ΔΕΕ, στηρίζονται στην άποψη των κρατών ότι οι μαζικές αφίξεις συνιστούν σοβαρή διατάραξη τής δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Το άρθρο 72 ΣΛΕΕ (υπό τον Τίτλο V) ορίζει ότι ο Τίτλος V δεν θίγει την άσκηση των ευθυνών που βαρύνουν τα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και την διαφύλαξη της εσωτερικής τους ασφάλειας. Επικαλούμενα το άρθρο 72 ΣΛΕΕ, κράτη όπως η Ουγγαρία θεώρησαν ότι μπορούσαν να μην εφαρμόζουν την Οδηγία για τις διαδικασίες για το άσυλο. Το ΔΕΕ απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά και έδωσε έναν αυστηρό και στενό ορισμό τής έννοιας της διασάλευσης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Δηλαδή, το ΔΕΕ απέρριψε την γενική και αόριστη επίκληση της άνω έννοιας και απαιτεί εμπεριστατωμένη απόδειξη των λόγων που θα δικαιολογούσαν παρέκκλιση από το ενωσιακό δίκαιο, ενώ έκρινε ότι το αρ. 72 ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει παρέκκλιση από την Οδηγία, πράγμα που θα οδηγούσε σε μη ομοιόμορφη εφαρμογή τού ενωσιακού δικαίου και θα έθιγε τον δεσμευτικό χαρακτήρα των Οδηγιών.
Το άρθρο 43 τής Οδηγίας για τις διαδικασίες δίνει την δυνατότητα στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ταχείες διαδικασίες στα εξωτερικά σύνορα με σκοπό την εκτίμηση τού παραδεκτού των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, απορρίπτοντας έτσι τις προδήλως αβάσιμες ή καταχρηστικές. Το ΔΕΕ έκρινε ότι χάρις στις διαδικασίες αυτές, τα κράτη στα εξωτερικά σύνορα είναι σε θέση να διασφαλίζουν την δημόσια τάξη και εσωτερική ασφάλειά τους χωρίς παρέκκλιση από τις ενωσιακές διατάξεις.
Τα μέτρα στα οποία συνίσταται ο έλεγχος και η προστασία των εξωτερικών συνόρων ήταν το επόμενο θέμα που αναπτύχθηκε. Περιλαμβάνουν την ταυτοποίηση και εκτίμηση ενδεχόμενης επικινδυνότητας των εισερχομένων, την τοποθέτησή τους σε κέντρα υποδοχής ή κράτησης προκειμένου περί παρανόμως εισελθόντων οι οποίοι θα επιστραφούν, την καταχώριση δακτυλικών αποτυπωμάτων και στοιχείων στην βάση Eurodac, την συστηματική εξέταση τής νομιμότητας εισόδου όσων διέρχονται από τα εξωτερικά σύνορα μέσω των βάσεων δεδομένων SIS, VIS και ενός καινούργιου συστήματος στο οποίο καταγράφονται όλες οι σχετικές πληροφορίες (ημερομηνίες, διάρκεια και απαγορεύσεις εισόδου), και την ανάλυση κινδύνου για την δημόσια τάξη και ασφάλεια. Η κυρία Κοντού υπενθύμισε ότι τα κράτη στα εξωτερικά σύνορα είναι επιφορτισμένα με την διεξαγωγή των άνω διαδικασιών.
Κατά την περίοδο 2015-16, χιλιάδες άνθρωποι εισέρχονταν από τα εξωτερικά σύνορα τής ΕΕ χωρίς έλεγχο και συνέχιζαν το ταξίδι τους προς κράτη μέλη στο εσωτερικό τής ΕΕ. Το ΔΕΕ έκρινε ότι είχαν παρανόμως εισέλθει από τα εξωτερικά σύνορα, καθώς και ότι ο Κανονισμός Δουβλίνο εφαρμόζεται και δημιουργεί ευθύνη για τα κράτη μέλη πρώτης εισόδου τα οποία παρέλειψαν να προβούν στους απαιτούμενους ελέγχους. Λαμβάνοντας όμως υπ’ όψιν το πρακτικώς αδύνατον της τήρησης των υποχρεώσεων υποδοχής και διαχείρισης οι οποίες βαρύνουν τα κράτη πρώτης εισόδου σε περίπτωση μαζικών αφίξεων, το Δικαστήριο υπογράμμισε την δυνατότητα λήψεως μέτρων αλληλεγγύης εκ μέρους άλλων κρατών μελών (μονομερώς ή συντονισμένα σύμφωνα με τον Κανονισμό Δουβλίνου), και κατ’ εφαρμογήν τής αρχής της αλληλεγγύης σύμφωνα με το άρθρο 80 ΣΛΕΕ.
Η αρχή τής αλληλεγγύης τού άρθρου 80 ΣΛΕΕ αναφέρεται στις πολιτικές μετανάστευσης, ασύλου και ελέγχων στα σύνορα, και επιβάλλει στα θεσμικά όργανα, τους νομοθέτες, να θεσπίσουν τα κατάλληλα μέτρα αλληλεγγύης, χωρίς όμως να τα συγκεκριμενοποιεί. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις ΕΕ 2015/1523 και 2015/1601 για υποχρεωτικά μέτρα μετεγκατάστασης υπέρ Ιταλίας και Ελλάδας όχι μόνο δεν εφαρμόστηκαν, αλλά έφεραν στο φως την διαίρεση ανάμεσα στα κράτη που θεωρούσαν απαραίτητη αυτήν την μορφή αλληλεγγύης, και σε εκείνα που την απέρριπταν.
Συμπερασματικά, το ενωσιακό δίκαιο επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την απρόσκοπτη πρόσβαση στο δικαίωμα ασύλου με πρόβλεψη επαρκών και νομίμων εισόδων διέλευσης και με διάθεση επαρκούς προσωπικού. Έλεγχος συνόρων σημαίνει κατ’ ουσίαν έλεγχο των λόγων και της νομιμότητας εισόδου, καθώς και του ενδεχομένου κινδύνου εκ της εισόδου κάθε συγκεκριμένου προσώπου στην επικράτεια κράτους μέλους. Η απουσία υιοθέτησης μέτρων αλληλεγγύης δεν δικαιολογεί λήψη μέτρων μονομερώς εκ μέρους των πληττομένων κρατών στα εξωτερικά σύνορα, τα οποία μέτρα παρεκκλίνουν από το ενωσιακό δίκαιο αλλά και την ΕΣΔΑ.
Η δεύτερη ομιλήτρια, κυρία Αικατερίνη Κουτσοπούλου, Πρωτοδίκης Διοικητικών Δικαστηρίων, Διδάκτωρ Νομικής και Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια Νομικής ΕΚΠΑ, παρουσίασε ενδεικτική νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων και επιλεγμένες αποφάσεις Επιτροπών Προσφυγών, διευκρινίζοντας εξ αρχής ότι δεν υπάρχει παγιωμένη νομολογία αλλά ούτε και πάγια θέση των αρχών σε θέματα δικαίου διεθνούς προστασίας.
Αυτό το οποίο πρέπει να αποδείξει ο αιτών διεθνή προστασία είναι ο φόβος του δίωξης. Η Σύμβαση τής Γενεύης δεν περιέχει διατάξεις για την αξιολόγηση των ισχυρισμών, και γενικά το ζήτημα τού βαθμού βεβαιότητος που πρέπει να έχει το αρμόδιο όργανο για τον κίνδυνο δίωξης που διατρέχει ο αιτών στην χώρα καταγωγής του, δεν ρυθμίζεται στο δίκαιο.
Η πρώτη υπόθεση που παρουσιάστηκε αφορούσε απορριπτική απόφαση Επιτροπής, η οποία στηρίχτηκε στο ότι οι αιτούντες άσυλο (υπήκοοι Σιέρρας Λεόνε) δεν μπόρεσαν να απαντήσουν στην ερώτηση αν το κόμμα που υπεστήριζαν στην χώρα καταγωγής τους ήταν αριστερής ή δεξιάς πολιτικής τοποθέτησης. Η απόφαση προσεβλήθη ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο ακύρωσε την απορριπτική απόφαση, διότι έκρινε ότι αυτή δεν συνιστούσε εύλογη κρίση. Τούτο δε επειδή οι αιτούντες δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν τί συνιστά ‘δεξιά’ και τί ‘αριστερά’, αφού η πολιτική ζωή στην Σιέρρα Λεόνε είναι μεν έντονα διαιρεμένη, αλλά στην βάση διαφορών μεταξύ εθνοτικών ομάδων και όχι σε βάση ανάλογη του ισχύοντος πολιτικού χάρτη στην Ευρώπη.
Στην συνέχεια, η κυρία Κουτσοπούλου παρουσίασε αποφάσεις Επιτροπών Προσφυγών. Με αυτές τις αποφάσεις ισχυρισμοί αιτούντων έχουν κριθεί:
– αξιόπιστοι (από στοιχεία τού φακέλου, την συνέντευξη ή διεθνείς πηγές),
– μη δυνάμενοι να επιβεβαιωθούν από διεθνείς πηγές ως εκ της ιδιωτικής τους φύσης (π.χ., βιασμός),
– ότι παρουσιάζουν κάποια κενά, αλλά ότι είναι αξιόπιστοι,
– ότι παρουσιάζουν ασάφειες ή κενά (δικαιολογούμενα από το νεαρό τής ηλικίας, την χρονική απόσταση των γεγονότων ή το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο), αλλά όχι αναξιοπιστία.
Αναφορικά με την ομοφυλοφιλία, σχετικός ισχυρισμός έχει κριθεί ότι παρουσιάζει αοριστία, ο βαθμός τής οποίας όμως δεν πλήττει την αξιοπιστία. Σε άλλη υπόθεση, ο ισχυρισμός έχει κριθεί αξιόπιστος λόγω της λεπτομερούς αφήγησης περιστατικών, ενώ έτερη Επιτροπή έχει απορρίψει ισχυρισμό για ομοφυλοφιλία λόγω εξαιρετικώς ασαφών και αόριστων περιγραφών.
Τα ζητήματα θρησκευτικών πεποιθήσεων, όπως η μεταστροφή στον Χριστιανισμό, είναι εξ ίσου δύσκολο να αποδειχθούν. Παρουσιάστηκε απόφαση Επιτροπής η οποία απέρριψε ισχυρισμό μεταστροφής ως γενικόλογο, ενώ άλλη έκανε δεκτό ανάλογο ισχυρισμό λόγω μη ύπαρξης κενών και κατ’ απονομήν τού ευεργετήματος τής αμφιβολίας. Περαιτέρω, ισχυρισμός αιτούντος ότι βασανίσθηκε από στρατιώτες έγινε δεκτός ως αληθής λαμβανομένων υπ’ όψιν διεθνών πληροφοριών, αλλά και του ευεργετήματος της αμφιβολίας. Η ομιλήτρια υπενθύμισε την πάγια από το 2009 νομολογία τού ΣτΕ ότι προϋπόθεση για την αναγνώριση του ευεργετήματος είναι η προβολή από τον αιτούμενο άσυλο ουσιωδών ισχυρισμών (ΣτΕ 4044/2009).
Αναφορικά με τις ρήτρες αποκλεισμού από το προσφυγικό καθεστώς (άρθρα 1 Στ’ Σύμβασης Γενεύης και 12 Οδηγίας 2011/95) το ΣτΕ έχει νομολογήσει ότι στους εγκληματίες εφαρμόζονται οι ρήτρες αυτές (ΣτΕ 3328/2011), ότι προηγείται η εξέταση των ρητρών υπαγωγής στο καθεστώς πρόσφυγα και έπεται η εξέταση των ρητρών αποκλεισμού από αυτό (ΣτΕ 3328/2011), ότι το ‘πολιτικό έγκλημα’ δεν προσδιορίζεται βάσει κανόνων τής έννομης τάξης τής χώρας παροχής ασύλου, αλλά βάσει αυτόνομης ερμηνείας (ΣτΕ 1661/2012), ότι το δίκαιο τής έκδοσης έχει διαφορετική νομική βάση από το δίκαιο ασύλου, στο οποίο περιλαμβάνονται οι ρήτρες αποκλεισμού (ΟλΣτΕ 1694/2018), ότι το πολιτικό έγκλημα στρέφεται ευθέως κατά της Πολιτείας (ΣτΕ 1661/2012), ότι στρατιωτική παράβαση για την οποία δεν χωρεί έκδοση δεν δύναται να θεωρηθεί ως σοβαρό αδίκημα τού κοινού ποινικού δικαίου (ΟλΣτΕ 1694/2018), ότι το επίπεδο απόδειξης των ρητρών αποκλεισμού είναι οι ‘σοβαροί λόγοι’ οι οποίοι πρέπει να προκύπτουν από σαφή και αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία, ότι η μη ύπαρξη σοβαρών λόγων, δηλαδή η μη ύπαρξη αξιόπιστων στοιχείων, δεν μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή των ρητρών αποκλεισμού (ΟλΣτΕ 1694/2018). Από τις Επιτροπές ως σοβαρά μη πολιτικά εγκλήματα έχουν κριθεί ο βιασμός και η συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση.
Στην συνέχεια η ομιλήτρια σχολίασε ότι ένα θέμα το οποίο προβληματίζει ιδιαίτερα είναι η πρόσφατη νομολογία αρκετών Επιτροπών σύμφωνα με την οποία εφαρμόζονται οι ρήτρες αποκλεισμού και σε περιπτώσεις ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων που τελέστηκαν εντός της ελληνικής επικράτειας, παρά τα οριζόμενα τόσο στην Σύμβαση τής Γενεύης, όσο και στην Οδηγία για την αναγνώριση και τον Ν. 4636/2019 ότι τα εγκλήματα αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε αποκλεισμό μόνον όταν έχουν διαπραχθεί εκτός της χώρας ασύλου. Πάγια νομολογία τού ΔΕΕ είναι ότι οι ρήτρες αποκλεισμού πρέπει να ερμηνεύονται στενά.
Όσον αφορά την ευαλωτότητα, αρμόδια να την αναγνωρίσει είναι η Υπηρεσία Ασύλου και όχι οι Επιτροπές, σύμφωνα με αποφάσεις των τελευταίων. Σχετικά με την διαδικασία των συνόρων, οι Επιτροπές έχουν επίσης αποφασίσει ότι από αυτήν εξαιρούνται οι ασυνόδευτοι ανήλικοι και οι εγκυμονούσες, ανεξαρτήτως των διαδικαστικών εγγυήσεων που τους παρέχονται κατά την συνοριακή διαδικασία.
Στην συνέχεια έγινε σύντομη αναφορά σε δύο σχετικές με επιστροφές αποφάσεις Διοικητικών Πρωτοδικείων (ακύρωση επιστροφής λόγω μη χορήγησης προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης, και ακύρωση επιστροφής λόγω μη εξατομικευμένης αξιολόγησης και λήψης υπ’ όψιν τής διαφορετικής ιθαγένειας τέκνου και μητέρας), καθώς και σε δικαστικές αποφάσεις και αποφάσεις Επιτροπών επί άλλων ειδικοτέρων θεμάτων. Μετά την ενδεικτική αυτή παρουσίαση αποφάσεων, και ως συμπερασματική παρατήρηση, η ομιλήτρια ανέφερε ότι δεν έχει διαμορφωθεί πάγια νομολογία επί των ως άνω θεμάτων.
Η τρίτη ομιλήτρια, κυρία Ελένη Μίχα, Διδάκτωρ Νομικής, Ειδικό Διδακτικό Προσωπικό, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, παρουσίασε την νομολογία τού ΕΔΔΑ, ως κύριου οργάνου ελέγχου εφαρμογής τής ΕΣΔΑ, αναφορικά με ζητήματα διεθνούς προστασίας. Όσον αφορά την κατά τόπον δικαιοδοσία τού ΕΔΔΑ, το ίδιο το Δικαστήριο έχει νομολογήσει ότι αυτή υπάρχει όπου το καθ’ ου η προσφυγή κράτος ευθύνεται για την εφαρμογή τής Σύμβασης, δηλαδή τόσο στην επικράτειά του, όσο και εκτός των συνόρων του, σε περιοχές όπου ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και στην ανοικτή θάλασσα (προστασία ζωής, μη επαναπροώθηση), όπου κανένα κράτος δεν ασκεί κυριαρχία. Στην υπόθεση Μ.Ν. και άλλοι κατά Βελγίου (2020) το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι το κράτος δεν ασκεί δικαιοδοσία και άρα δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάσει αίτημα ασύλου το οποίο υποβάλλεται εκτός της εδαφικής επικρατείας του, ως εν προκειμένω στην πρεσβεία τού Βελγίου στον Λίβανο.
Η κυρία Μίχα υπενθύμισε ότι η ΕΣΔΑ δεν κατοχυρώνει ατομικό δικαίωμα παροχής ασύλου. Το δικαίωμα αυτό βασίζεται στα επί μέρους ‘κλασικά’ δικαιώματα που κατοχυρώνει η Σύμβαση. Εκκινώντας από αυτά, το Δικαστήριο ερμήνευσε την ΕΣΔΑ κατά τέτοιον τρόπο ώστε να συμπεριλάβει στην προστασία της και τους αιτούντες άσυλο. Το υπ’ αρ. 4 Πρόσθετο Πρωτόκολλο, το οποίο όμως δεν αποτελεί μέρος τής κυρίας Σύμβασης, και ειδικά το αρ. 4 αυτού, είναι η μοναδική διάταξη που αναφέρεται συγκεκριμένα σε αλλοδαπούς, και απαγορεύει την μαζική απέλασή τους.
Κατά το ΕΔΔΑ, δικαιούχοι ασύλου και επικουρικής προστασίας είναι οι πρόσφυγες και τα άτομα υπό δίωξη, ενώ αιτούντες άσυλο είναι δυνητικά όλα τα ευρισκόμενα σε ευάλωτη θέση άτομα. Προκειμένου να διαπιστώσει αν το άτομο δικαιούται άσυλο ή επικουρική, το Δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη πραγματικού, μελλοντικού, προβλέψιμου και προσωπικού κινδύνου, μη αρκούμενο σε αόριστους ισχυρισμούς. Λαμβάνει όμως υπ’ όψιν και την γενική κατάσταση στο κράτος προέλευσης, καθώς και μαρτυρίες και αποδεικτικά στοιχεία από άλλες πηγές οι οποίες μπορούν να τεκμηριώσουν τον κίνδυνο και την ευαλωτότητα, όπως στοιχεία από ΜΚΟ, π.χ., Γιατροί Χωρίς Σύνορα, Human Rights Watch, εκθέσεις τής Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού. Δεν χρειάζεται πλήρης απόδειξη εκ μέρους τού προσφεύγοντα, αρκούν οι ισχυρές ενδείξεις.
Το ΕΔΔΑ έχει ταξινομήσει τις υποχρεώσεις των κρατών σε αρνητικές και θετικές. Βασική αρνητική υποχρέωση των κρατών σε σχέση με το δικαίωμα ασύλου είναι η απαγόρευση τής επαναπροώθησης και διακινδύνευσης των αιτούντων. Στο σημείο αυτό η κυρία Μίχα παρουσίασε την πολύ σημαντική απόφαση Safi και άλλοι κατά Ελλάδος (υπόθεση ναυαγίου στο Φαρμακονήσι), την οποία εξέδωσε το ΕΔΔΑ το 2022. Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο διευκρίνισε τί σημαίνει απαγόρευση επαναπροώθησης και ουσιαστική προστασία με βάση τις εκ της ΕΣΔΑ υποχρεώσεις. Το ουσιαστικό σκέλος τής προσφυγής ήταν η μη εκπλήρωση εκ μέρους τής Ελλάδας των υποχρεώσεών της από την Σύμβαση (προστασία ζωής, προστασία από βασανιστήρια και απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, μη επαναπροώθηση στην Τουρκία). Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η μη επαναπροώθηση δεν συνδέεται με την προστασία αυτή καθ’ αυτή, αλλά είναι ξεχωριστό δικαίωμα για το οποίο ο προσφεύγων πρέπει να διαθέτει στιβαρές αποδείξεις. Έκρινε ότι τέτοιες αποδείξεις δεν υπήρχαν, και έτσι η Ελλάδα δεν κρίθηκε υπεύθυνη για παραβίαση τής απαγόρευσης επαναπροώθησης (υπ’ αρ. 4 Πρ. Πρωτοκ. άρθρο 4). Διαπίστωσε, όμως, ουσιαστικές παραβιάσεις τής ΕΣΔΑ, και συγκεκριμένα, παραβίαση προστασίας ζωής λόγω παραλείψεων και καθυστερήσεων τής επιχείρησης διάσωσης και μη ενεργοποίηση κατάλληλων μέσων διάσωσης. Επίσης, εφ’ όσον υπήρχαν απώλειες ανθρώπινων ζωών, θα έπρεπε να διεξαχθεί έρευνα για την διαπίστωση τυχόν παραλείψεων και μη προσήκουσας εκπλήρωσης της υποχρέωσης προστασίας τής ζωής εκ μέρους τής Ελλάδας. Έκρινε δε ότι δεν έλαβε χώρα αποτελεσματική έρευνα, καθώς και ότι η συμμετοχή των θυμάτων στις εθνικές διαδικασίες για την διακρίβωση των παραλείψεων δεν ήταν επαρκής. Τέλος, έκρινε ότι τα θύματα (επιζώντες) υπέστησαν εξευτελιστική μεταχείριση (σωματική έρευνα σε κοινή θέα).
Οι θετικές υποχρεώσεις των κρατών μερών σε σχέση με τους αιτούντες άσυλο, περιλαμβάνουν την παροχή ουσιαστικών και δικονομικών εγγυήσεων, δηλαδή την υποχρέωση τού κράτους να παρέχει διαδικασία εξέτασης αιτημάτων παροχής διεθνούς προστασίας, η οποία να διασφαλίζει την προστασία τής ζωής, τις συνθήκες κράτησης και διαβίωσης, την απαγόρευση αυθαίρετης κράτησης, την οικογενειακή επανένωση και την προστασία από συνοπτικές διαδικασίες για ομαδικές απελάσεις. Άλλες θετικές υποχρεώσεις είναι ο σεβασμός τής ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (υπόθεση Ghadamian κατά Ελβετίας, 2022, στην οποία το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν ελέγχθηκαν εις βάθος τα κριτήρια τού άρθρου 8 ΕΣΔΑ) και η παροχή υπαρκτών και αποτελεσματικών ενδίκων μέσων (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής – αρ. 13 ΕΣΔΑ). Η τελευταία απόφαση που παρουσιάστηκε ήταν η Abu Salem κατά Πορτογαλίας (2023). Διαμένων στην Πορτογαλία ύποπτος για τρομοκρατική επίθεση στο Μουμπάι, απελάθηκε στην χώρα καταγωγής του, μεταξύ της οποίας και της Ινδίας υπήρχε σύμβαση έκδοσης. Όταν ελήφθη η απόφαση έκδοσής του, οι Πορτογαλικές Αρχές ζήτησαν διπλωματικές εξασφαλίσεις ότι με την έκδοση και εκδίκαση της υπόθεσής του δεν θα υποβαλλόταν σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση από την Ινδία, η οποία ως τρίτη χώρα δεν έχει υποχρέωση τήρησης τής ΕΣΔΑ, όπως η Πορτογαλία. Ο Abu Salem προσέφυγε στο ΕΔΔΑ και ισχυρίστηκε ότι η απέλασή του ήταν παράνομη διότι υπέστη βασανιστήρια, και ότι η Πορτογαλία έπρεπε να του παρέχει άσυλο (αρ. 3 και 13 ΕΣΔΑ). Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρχε παραβίαση εκ μέρους της Πορτογαλίας διότι είχε ζητήσει διπλωματικές εξασφαλίσεις, παρακολουθούσε την υπόθεση και τις συνθήκες κράτησης τού Abu Salem στην Ινδία, και επιπλέον υπήρχε συνεννόηση σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών.
Μετά από την ολοκλήρωση των εισηγήσεων, ακολούθησε συζήτηση υπό τον συντονισμό της κυρίας Τσούκα.