
Δ.Τ. «Δίκαιο Διεθνούς Προστασίας – άσυλο και επικουρική: εφαρμογή σε ιδιαίτερες ομάδες»
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
Διαδικτυακό Σεμινάριο «Δίκαιο Ασύλου και Προσφύγων: Σύγχρονες Ευρωπαϊκές Εξελίξεις»
4η Θεματική Ενότητα: «Δίκαιο Διεθνούς Προστασίας – άσυλο και επικουρική: εφαρμογή σε ιδιαίτερες ομάδες»
Την Πέμπτη 18 Μαΐου 2023 πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά, μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας Webex, η τέταρτη συνάντηση τού σεμιναρίου «Δίκαιο Ασύλου και Προσφύγων: Σύγχρονες Ευρωπαϊκές Εξελίξεις», το οποίο διοργανώνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet τού Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το ειδικότερο θέμα τής τέταρτης αυτής συνάντησης ήταν το «Δίκαιο Διεθνούς Προστασίας – άσυλο και επικουρική: εφαρμογή σε ιδιαίτερες ομάδες».
Την συζήτηση συντόνισε ο κύριος Ιωάννης Κούρτης, Διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Δικαίου και Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής ΕΚΠΑ, ο οποίος καλωσόρισε τους εισηγητές και τους εκπαιδευομένους, και έκανε μια σύντομη εισαγωγή στο θέμα τής συνάντησης.
Η πρώτη ομιλήτρια, κυρία Χρυσαφώ Τσούκα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στην Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, ανέλυσε το θέμα τής προστασίας των ανιθαγενών -της ευάλωτης αυτής πληθυσμιακής ομάδας η οποία, λόγω του ότι δεν έχει την προστασία κανενός κράτους, χρήζει ιδιαίτερης προστασίας. Η Σύμβαση τού ΟΗΕ τού 1954 για το Καθεστώς των Ανιθαγενών είναι το βασικό νομικό κείμενο όπου δίδεται ο ορισμός τού ανιθαγενούς, ήτοι του προσώπου το οποίο κανένα κράτος δεν θεωρεί υπήκοό του σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία. Η κυρία Τσούκα υπογράμμισε ότι η προστασία των προσώπων αυτών είναι μια σημαντική διεθνής επιταγή. Η Σύμβαση τού 1954 καθιερώνει ένα προστατευτικό καθεστώς, ενώ άλλα διεθνή νομοθετικά κείμενα -όπως η Σύμβαση τού ΟΗΕ τού 1961 για την μείωση τής ανιθαγένειας, η Σύμβαση του Συμβουλίου τής Ευρώπης τού 1997 και η Σύμβαση τού ΟΗΕ τού 1989 για τα Δικαιώματα τού Παιδιού- περιέχουν κανόνες για την ρύθμιση από τον εθνικό νομοθέτη της κτήσεως και απώλειας τής ιθαγένειας με σκοπό την πρόληψη του φαινομένου της ανιθαγένειας.
Εκτός από τους de jure ανιθαγενείς, δηλαδή τα πρόσωπα που κανένα κράτος δεν θεωρεί υπηκόους του, και τα οποία εμπίπτουν στην ρυθμιστική εμβέλεια τής Σύμβασης τού 1954, υπάρχουν και οι de facto, δηλαδή πρόσωπα τα οποία τυπικώς έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους αλλά στην πράξη δεν έχουν την προστασία του. Αυτή η έκφανση τής ανιθαγένειας αποτελεί αντικείμενο συζήτησης, και συγκεκριμένα ότι και αυτή θα πρέπει να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής τής Σύμβασης τού 1954.
Η Σύμβαση θεσπίζει ένα ευρύ φάσμα δικαιωμάτων τα οποία πρέπει να αναγνωρίζονται στους ανιθαγενείς, και τα οποία καλύπτουν την προσωπική τους κατάσταση, την διασφάλιση εργασίας, την κοινωνική τους προστασία. Περαιτέρω, η Σύμβαση προβλέπει και διοικητικά μέτρα, όπως την χορήγηση εγγράφων ταυτότητας και ταξιδιωτικών, αλλά και την απαγόρευση απέλασης. Τα μέτρα αυτά είναι εξαιρετικά σημαντικά διότι χωρίς την υλοποίησή τους, ο ανιθαγενής δεν μπορεί να απολαύσει τα δικαιώματα τής Σύμβασης. Επίσης, ένα δικαίωμα που δεν αναγνωρίζεται ρητώς σε αυτήν, είναι αυτό της νόμιμης διαμονής των ανιθαγενών. Η κυρία Τσούκα εξέφρασε την άποψη ότι το δικαίωμα αυτό, παρά την σιωπή τής Σύμβασης, θα πρέπει να αναγνωρισθεί για δύο λόγους -έναν πραγματικό και έναν νομικό: χωρίς την αναγνώριση αυτού τού δικαιώματος, οι ανιθαγενείς κινδυνεύουν να καταστούν περιπλανώμενος πληθυσμός, και, συνεπώς, η προστασία από την Σύμβαση θα είναι ανέφικτη, ενώ, από νομική άποψη, χωρίς την νόμιμη διαμονή τα εκ της Συμβάσεως δικαιώματα δεν θα μπορούν να αναγνωρισθούν και εφαρμοσθούν. Βεβαίως, όπως τόνισε η ομιλήτρια, το δικαίωμα νόμιμης διαμονής προκύπτει εμμέσως από την απαγόρευση απέλασης η οποία προβλέπεται ρητώς στην Σύμβαση.
Τα δικαιώματα της Σύμβασης τού 1954 συμπληρώνονται από νεότερες ρυθμίσεις σχετικές με τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως -κατ’ εξοχήν- αυτές τής ΕΣΔΑ. Όμως, το βασικό πρόβλημα για την αποτελεσματική εφαρμογή τής Σύμβασης τού 1954 είναι η απουσία ειδικής διαδικασίας διαπιστώσεως τής ανιθαγένειας τόσο στην ίδια την Σύμβαση, όσο και σε αυτήν της Γενεύης τού 1951. Και ενώ η Σύμβαση περί προσφύγων συμπληρώνεται από πληθώρα εθνικών και ενωσιακών διατάξεων περί συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων τού καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η πλειονότητα των κρατών δεν διαθέτουν ανάλογη νομοθεσία για τους ανιθαγενείς. Η έλλειψη διαδικασίας διαπιστώσεως της ανιθαγένειας, διευκρίνισε η κυρία Τσούκα, σημαίνει ότι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η Σύμβαση τού 1954. Έτσι, οι ανιθαγενείς θα πρέπει να υπαχθούν είτε στο μεταναστευτικό είτε στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλοι οι ανιθαγενείς είναι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας, διότι η ανιθαγένεια δεν είναι πάντοτε αποτέλεσμα διώξεων. Από την άλλη, οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο μεταναστευτικό καθεστώς είναι πολύ πιο αυστηρές από αυτές του δικαιούχου διεθνούς προστασίας ή του ανιθαγενούς. Επομένως, η έλλειψη διαδικασίας διαπιστώσεως αναπτύσσει εξαιρετικά αρνητικό αποτέλεσμα αναφορικά με την εφαρμογή της Σύμβασης τού 1954.
Το ελληνικό δίκαιο περιλαμβάνει αρκετές διατάξεις αποτρεπτικές τής ανιθαγένειας, αν και η Ελλάδα δεν έχει κυρώσει την Σύμβαση τού 1961 για την μείωσή της. Η πιο σημαντική ρύθμιση είναι η πρόβλεψη ότι η αρχή τού αίματος συμπληρώνεται από την αρχή τού εδάφους, δηλαδή, ένα παιδί που γεννιέται σε ελληνικό έδαφος, αν δεν αποκτά την ιθαγένεια άλλου κράτους, αποκτά την ελληνική. Όμως, το ελληνικό δίκαιο δεν περιλαμβάνει ρυθμίσεις διαπιστώσεως τής ανιθαγένειας, με αποτέλεσμα η Σύμβαση τού 1954 να μην εφαρμόζεται εν τοις πράγμασι, παρ’ ότι η Ελλάδα την έχει κυρώσει. Ένα θετικό βήμα είναι το νέο άρθρο 26α τού Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ΚΕΙ) το οποίο προβλέπει την διαπίστωση τής ανιθαγένειας αιτούντων πολιτογράφηση. Άλλες διατάξεις διευκολύνουν την απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας από ανιθαγενείς που ζητούν πολιτογράφηση, όπως το άρθρο 5δ τού ΚΕΙ το οποίο θέτει την προϋπόθεση της τριετούς αντί της επταετούς νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα, η οποία ισχύει για μη ανιθαγενείς αιτούντες πολιτογράφηση. Από την άλλη, η ομιλήτρια επεσήμανε ότι η απλή εξαγγελία τής διαδικασίας διαπίστωσης τής ιθαγένειας από το 26α ΚΕΙ, δεν συνοδεύεται από καμία άλλη ρύθμιση, ούτε αφορά στο σύνολο των ανιθαγενών, αλλά μόνο σε όσους εξ αυτών αιτούνται την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση.
Η κυρία Τσούκα ολοκλήρωσε την εισήγησή της αξιολογώντας αρνητικά το ελληνικό δίκαιο ως προς τα ανωτέρω, κι αυτό διότι με τις υπάρχουσες διατάξεις δεν εφαρμόζεται η Σύμβαση τού 1954, ενώ οι ίδιες οι διατάξεις του αντίκεινται στο πνεύμα τού διεθνούς νομοθέτη ότι οι ανιθαγενείς θα πρέπει να προστατεύονται αυτοτελώς και όχι ως πρόσφυγες ή μετανάστες, αν και το καθεστώς της διεθνούς προστασίας υπερισχύει αυτού της ανιθαγένειας. Έτσι, στις περιπτώσεις όπου δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις διεθνούς προστασίας, καθίσταται εμφανές το πρόβλημα εκ της ελλείψεως αποτελεσματικής διαδικασίας διαπίστωσης ανιθαγένειας. Με αυτήν την έλλειψη, καθίσταται ανενεργές το σημαντικότατο διεθνές νομοθετικό κείμενο τής προστασίας των ανιθαγενών. Τέλος, η εισηγήτρια παρουσίασε προτάσεις θεραπείας τού προβλήματος, όπως ενωσιακές ρυθμίσεις, αλλά και τον Οδηγό τής ΥΑΟΗΕ για την ερμηνεία και εφαρμογή τής Σύμβασης τού 1954, τα οποία κείμενα θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για τον Έλληνα νομοθέτη.
Ο δεύτερος ομιλητής, κύριος Φαίδων Βαρέσης, Διδάκτωρ Νομικής και Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής ΕΚΠΑ, ανέπτυξε το θέμα τής προστασίας των παιδιών στο πλαίσιο τής διεθνούς προστασίας. Αρχικά, παρουσίασε τις γενικές αρχές τής προστασίας των παιδιών σε διεθνές επίπεδο. Το πλέον σημαντικό διεθνές κείμενο είναι η Σύμβαση τού ΟΗΕ τού 1989 για τα Δικαιώματα τού Παιδιού, την οποία η Ελλάδα έχει κυρώσει με τον Ν. 2101/1992, και η οποία ρυθμίζει τις υποχρεώσεις των κρατών σχετικά με την προστασία και την προαγωγή των δικαιωμάτων τού παιδιού, όπως το δικαίωμα στο όνομα, την εθνικότητα, την ταυτότητα, την γονική ευθύνη, την προστασία τής οικογενειακής ζωής, την οικογενειακή επανένωση. Επιπλέον, η Σύμβαση προβλέπει υποχρέωση των κρατών για την προστασία των παιδιών από απαγωγή, κράτηση, κακομεταχείριση, παιδική εργασία, εμπορία ανθρώπων, καθώς και από άλλες μορφές εκμετάλλευσης και βίας. Επίσης, κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εκπαίδευση, την κοινωνική πρόνοια και την προσωπική ζωή, καθώς και την ελευθερία γνώμης και έκφρασης. Η κεντρική έννοια η οποία διέπει το σύνολο των διατάξεων τής Σύμβασης, είναι το βέλτιστο συμφέρον τού παιδιού (αρ. 3 αυτής). Το δε βέλτιστο συμφέρον νοείται ως περιλαμβάνον την απόλαυση των δικαιωμάτων εκ τής άνω Σύμβασης αλλά και εξ άλλων κειμένων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως είναι η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, η οποία στο αρ. 7 προβλέπει την υποχρέωση των κρατών να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση της πλήρους απόλαυσης των δικαιωμάτων για τα παιδιά με αναπηρία, η Σύμβαση τής Γενεύης για το καθεστώς των προσφύγων, και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Από πλευράς πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου το άρθρο 3 τής ΣΕΕ θέτει ως σκοπό της ΕΕ και την προστασία των δικαιωμάτων τού παιδιού, ενώ ο ΧΘΔ περιέχει λεπτομερείς διατάξεις για τα δικαιώματα των παιδιών (π.χ., δωρεάν παρακολούθηση υποχρεωτικής εκπαίδευσης, απαγόρευση διακρίσεων λόγω ηλικίας και εκμετάλλευσης παιδικής εργασίας). Ο Χάρτης επαναλαμβάνει τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τα δικαιώματα των παιδιών, όπως την ελευθερία έκφρασης γνώμης, το βέλτιστο συμφέρον τού παιδιού, και την διατήρηση προσωπικών σχέσεων με τους γονείς. Σε επίπεδο δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου, υπάρχουν νομοθετήματα για την προστασία των δεδομένων των παιδιών, για το άσυλο και την μετανάστευση και για την συνεργασία σε ζητήματα αστικού και ποινικού δικαίου.
Η εγγενής ευαλωτότητα τού παιδιού επιτείνεται σε καταστάσεις ενόπλων συρράξεων, μετανάστευσης ή έλλειψης κηδεμόνα, οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε περιθωριοποίηση και αποκλεισμό των παιδιών από την απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. Όταν δε το παιδί αιτείται διεθνή προστασία, αυτή δίδεται τόσο όταν αυτό είναι ασυνόδευτο, όσο και όταν συνοδεύεται από τους γονείς του ή άλλο πρόσωπο, καθ’ όσον θεωρείται ευάλωτο και στις δύο περιπτώσεις. Όσον αφορά τις ουσιαστικές πτυχές προστασίας τού παιδιού στο δίκαιο διεθνούς προστασίας, το άρθρο 22 τής Σύμβαση τής Γενεύης αναφέρεται στο δικαίωμα στην εκπαίδευση. Αναφορικά με τα παιδιά μέλη οικογένειας πρόσφυγα, η Σύμβαση δεν αναφέρει τις αρχές της οικογενειακής ενότητας και επανένωσης, όμως η Τελική Πράξη τής Συνδιασκέψεως περιλαμβάνει σύσταση προς τις κυβερνήσεις να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία τής οικογένειας τού πρόσφυγα.
Το ενωσιακό δίκαιο, και δη το παράγωγο, περιλαμβάνει πληθώρα ρυθμίσεων σχετικών με το δίκαιο διεθνούς προστασίας, και ειδικά το ΚΕΣΑ. Από πλευράς εθνικού δικαίου, ο κωδικοποιημένος Ν. 4939/2022 ενσωματώνει πολλές από τις ρυθμίσεις αυτές, ανάμεσα στις οποίες και ρυθμίσεις για τις ευάλωτες ομάδες γενικά, αλλά και για τα παιδιά ειδικότερα.
Η ουσιαστική προστασία των παιδιών σε συνθήκες αντίξοες, έγκειται στην διασφάλιση ότι αυτά, όντας μέσα στις συνθήκες αυτές, θα μπορούν να απολαμβάνουν απρόσκοπτα τα δικαιώματά τους. Παραδείγματα ουσιαστικών πτυχών προστασίας είναι η αρχή τής μη διάκρισης που κατοχυρώνεται τόσο στην Σύμβαση για τα Δικαιώματα τού Παιδιού όσο και στην ΕΣΔΑ, η προστασία τής οικογένειας και η επανένωση των παιδιών με την οικογένειά τους, οι οποίες διασφαλίζονται στον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ. Το δε βέλτιστο συμφέρον τού παιδιού, το οποίο θεμελιώνεται στην Σύμβαση για τα Δικαιώματα τού Παιδιού, αναφέρεται ρητά και στον κωδικοποιημένο Ν. 4939/2022 για την υποδοχή (πρόσβαση στην εκπαίδευση με υποχρεωτική ένταξη σε μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δικαίωμα όλων των παιδιών στην υγειονομική περίθαλψη και στις κοινωνικές υπηρεσίες). Τέλος, μια άλλη ουσιαστική πτυχή είναι η προστασία από την βία, την κακοποίηση και την εκμετάλλευση, η οποία προβλέπεται τόσο στην Σύμβαση για τα Δικαιώματα τού Παιδιού όσο και στην ΕΣΔΑ.
Από την άλλη, οι διαδικαστικές πτυχές τής προστασίας είναι οι συγκεκριμένες διαδικαστικές εγγυήσεις οι οποίες είναι απαραίτητες λόγω τής εγγενούς ευαλωτότητος των παιδιών, και αφορούν την ακολουθητέα διαδικασία στο πλαίσιο τής διεθνούς προστασίας. Κατά πρώτον, οι διαδικασίες πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στις ειδικές ανάγκες των παιδιών, και συγκεκριμένα θα πρέπει να υπάρχουν πληροφορίες φιλικές προς τα παιδιά (Οδηγία για τις διαδικασίες και Ελληνικός Κώδικας για την υποδοχή – Ν. 4939/2022). Επίσης, υπάρχουν ειδικές ρυθμίσεις στον Κώδικα υποδοχής για τους ασυνόδευτους και χωρισμένους ανηλίκους, των οποίων η φροντίδα ανατίθεται σε ενήλικο συγγενή τους εφ’ όσον αυτό εξυπηρετεί το βέλτιστο συμφέρον τους. Επιπλέον, προβλέπεται ο θεσμός τής επιτροπείας (αρ. 66 Κώδικα υποδοχής) και τής νομικής εκπροσώπησης των ασυνόδευτων ανηλίκων από διορισμένους εκπαιδευμένους επιτρόπους. Εξ άλλου, η Οδηγία για τις συνθήκες υποδοχής αναφέρει ρητά ότι η διαδικασία εκτίμησης τής ηλικίας των παιδιών πρέπει να είναι ακριβής, αξιόπιστη και να διενεργείται με γνώμονα την αξιοπρέπεια και τον σεβασμό τής ιδιωτικής ζωής τους. Περαιτέρω, οι διατάξεις περί ασφαλούς χώρας καταγωγής και ασφαλούς τρίτης χώρας στον Κανονισμό για το άσυλο και στον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ, πρέπει να εφαρμόζονται και να ερμηνεύονται με γνώμονα τα δικαιώματα και το βέλτιστο συμφέρον τού παιδιού.
Ο κύριος Βαρέσης ανέφερε τελευταία την -κατά την γνώμη του- σημαντικότερη διαδικαστική πτυχή προστασίας, η οποία έχει και ουσιαστικές προεκτάσεις: τα κράτη θα πρέπει να χρησιμοποιούν την κράτηση των ανηλίκων ως έσχατο μέσο και μόνο για το συντομότερο δυνατόν χρονικό διάστημα (αρ. 52 Κώδικα υποδοχής). Πρωτίστως θα πρέπει να διερευνώνται εναλλακτικές λύσεις (π.χ., η αποφυλάκιση υπό επιτήρηση, ανοικτά κέντρα, ανάδοχη φροντίδα) και οι συνθήκες κράτησης να υπακούουν στα διεθνή πρότυπα και να διασφαλίζουν τα γενικώς παραδεδεγμένα και αναγνωρισμένα δικαιώματα των παιδιών.
Συνοψίζοντας, ο ομιλητής υπογράμμισε την ύψιστη σημασία τής διασφάλισης των δικαιωμάτων τού παιδιού στο πλαίσιο τής διεθνούς προστασίας λόγω της εγγενούς ευαλωτότητάς του -και ιδίως σε αντίξοες συνθήκες. Οι ρυθμίσεις των νομικών κειμένων (διεθνών, ενωσιακών, εθνικών) διαμορφώνουν ένα συνολικό πλαίσιο για την προστασία των δικαιωμάτων του τόσο γενικά όσο και στην διεθνή προστασία. Είναι ζωτικής σημασίας τα κράτη να συμμορφώνονται πλήρως προς τις επιταγές των κειμένων αυτών.
Η τρίτη ομιλήτρια, κυρία Σοφία Ζησάκου, Υποψήφια Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Δικαίου, Πανεπιστήμιο του Λουντ, Δικηγόρος, εξέτασε την διαδικασία ασύλου από την σκοπιά τού σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου. Εισαγωγικώς, διευκρίνισε ότι η αξιολόγηση τής αξιοπιστίας στις ΛΟΑΤΚΙ αιτήσεις ασύλου αφορά δύο πτυχές: αφ’ ενός τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου, αφ’ ετέρου τα επικαλούμενα από το άτομο γεγονότα τα οποία σχετίζονται με την (ενδεχόμενη ή παρελθούσα) δίωξή του. Το δεύτερο κομμάτι είναι, βεβαίως, κοινό για όλες τις αιτήσεις ασύλου, αλλά το πρώτο, δηλαδή η αξιολόγηση τής αξιοπιστίας τού σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου, είναι ένα ιδιαιτέρως περίπλοκο ζήτημα. Τούτο δε διότι δεν υπάρχουν έγγραφα και αποδείξεις, και μοναδικό μέσο αξιολόγησης είναι οι δηλώσεις τού ίδιου τού ατόμου, αλλά και διότι αφορά στην ιδιωτική ζωή, είναι ζήτημα αυτοπροσδιορισμού και χαρακτηρίζεται από μεταβλητότητα. Συνεπώς, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να αξιολογηθεί από τρίτο πρόσωπο. Σχετικά με το αν η δήλωση αυτοπροσδιορισμού αρκεί για την θεμελίωση τής αξιοπιστίας τού ισχυρισμού, το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι δεν αρκεί, και ότι συνιστά απλώς την αφετηρία τής διαδικασίας. Κατά την ΥΑΟΗΕ για τούς Πρόσφυγες, συνιστά ένδειξη.
Αναφορικά με τις ακολουθούμενες από τις Αρχές πρακτικές αξιολόγησης τής αξιοπιστίας, το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι ερωτήσεις για τις σεξουαλικές πρακτικές τού ατόμου είναι αντίθετες με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, ενώ η θέση τής ΥΑΟΗΕ είναι ότι, επιπλέον, είναι αντίθετες και με το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, την ακεραιότητα τού προσώπου και της μη υποβολής του σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Περαιτέρω, η αξιολόγηση βάσει στερεοτύπων (π.χ., προηγούμενος γάμος με άτομο άλλου φύλου, γνώση οργανώσεων προώθησης ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων και συμμετοχή σε αυτές, γνώση τού νομικού πλαισίου που ποινικοποιεί την ομοφυλοφιλία στο κράτος καταγωγής) έχει κριθεί από το ΔΕΕ ότι δεν θα πρέπει να αποτελεί τον μοναδικό λόγο απόρριψης τού αιτήματος -και παρά το γεγονός ότι τα στερεότυπα μπορεί να είναι χρήσιμα κατά την αξιολόγηση- διότι κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στην υποχρέωση εξατομικευμένης εξέτασης κατά το ΚΕΣΑ (αρ. 4.3 Οδηγίας 2011/95). Η ΥΑΟΗΕ για το ίδιο θέμα έχει διατυπώσει την άποψη ότι, αναλόγως της εφαρμογής, η πρακτική αυτή μπορεί να συνιστά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η κυρία Ζησάκου επεσήμανε ότι, λόγω της μη πάγιας και κατηγορηματικής θέσης τού ΔΕΕ, η πρακτική αυτή εξακολουθεί να εφαρμόζεται.
Συνεχίζοντας με τις πρακτικές αξιολόγησης τής αξιοπιστίας των ΛΟΑΤΚΙ αιτούντων άσυλο, η ομιλήτρια αναφέρθηκε στην προσκόμιση αποδείξεων όπως φωτογραφίες, βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου και υποβολή σε ιατρικά και ψυχολογικά τεστ. Το ΔΕΕ την έκρινε ως αντίθετη στο δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, και τα ίδια τα μέσα ως μη έχοντα αποδεικτική αξία. Η ΥΑΟΗΕ από την μεριά της απεφάνθη ότι με την πρακτική αυτή παραβιάζονται και άλλα δικαιώματα (ιδιωτική ζωή, ακεραιότητα τού προσώπου, μη υποβολή σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση). Στην πράξη, και μετά από την έκδοση τής απόφασης τού ΔΕΕ, η χρήση της πρακτικής αυτής έχει περιοριστεί σημαντικά.
Η τελευταία εκ των πρακτικών αξιολόγησης τις οποίες εξέτασε η κυρία Ζησάκου, ήταν η καθυστερημένη αποκάλυψη τού σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου (π.χ., σε μεταγενέστερη αίτηση ή στο στάδιο προσφυγής). Αυτή η καθυστέρηση δεν μπορεί να συνιστά αποκλειστικό λόγο απόρριψης της αιτήσεως ασύλου, πάλι σύμφωνα με το ΔΕΕ αλλά και την ΥΑΟΗΕ.
Τα κράτη, στην προσπάθειά τους να συμμορφωθούν με την νομολογία τού ΔΕΕ, απέχουν από την εφαρμογή των παραπάνω πρακτικών, αλλά ανέπτυξαν σειρά άλλων, οι οποίες βασίζονται σε στερεοτυπικές απεικονίσεις τού φύλου και της σεξουαλικότητας, τα επονομαζόμενα στερεότυπα δεύτερης γενιάς (π.χ., ερωτήσεις για την στιγμή τής συνειδητοποίησης τού σεξουαλικού προσανατολισμού και τα συναισθήματα που βίωσε το άτομο). Αν και οι πρακτικές αυτές δεν έχουν καταδικασθεί από το ΔΕΕ, η θεωρία τούς έχει ασκήσει κριτική διότι βασίζονται σε στερεοτυπικές, απλουστευτικές προσεγγίσεις, ενώ, αντίθετα, η διαδικασία συνειδητοποίησης διαφοροποιείται και δεν είναι γραμμική και ενιαία. Περαιτέρω, τα στερεότυπα δεύτερης γενιάς δείχνουν να αγνοούν την σύνδεση σεξουαλικότητας – φύλου – μορφωτικού επιπέδου – κοινωνικής τάξης. Επί παραδείγματι, η ικανότητα περιγραφής συναισθημάτων και αφηρημένων εννοιών όπως η διαδικασία συνειδητοποίησης και αποδοχής, εξαρτώνται άμεσα από το μορφωτικό επίπεδο τού ατόμου, ενώ οι γυναίκες, εξ αιτίας των προκαθορισμένων ρόλων τους στην πατριαρχική κοινωνία, δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο να περιγράψουν τέτοια συναισθήματα.
Στο στάδιο θεμελίωσης τού βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου, δύο είναι τα κύρια ζητήματα. Το πρώτο εντοπίζεται στο κατά πόσον η απλή ποινικοποίηση αρκεί για την θεμελίωση τής δίωξης. Το ΔΕΕ έχει νομολογήσει ότι δεν αρκεί η απλή ποινικοποίηση, αλλά απαιτείται η διάταξη να εφαρμόζεται στην πράξη. Η ΥΑΟΗΕ έχει υποστηρίξει ότι η εξέταση τού ζητήματος θα πρέπει να γίνεται ad hoc, και να εξαρτάται από την βαρύτητα τής ποινής και τις πραγματικές συνθήκες στο κράτος καταγωγής. Η ανωτέρω κρίση τού ΔΕΕ έχει δεχθεί και αυτή κριτική, διότι δεν υπάρχει ασφαλές κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας διάταξης ως εφαρμοζόμενης ή μη, δεδομένης τής έλλειψης καταγεγραμμένων πληροφοριών, της ενδεχόμενης άτυπης εφαρμογής ή της αναβίωσής της, και του ομοφοβικού εν γένει κλίματος το οποίο επηρεάζει αρνητικά την πνευματική και ψυχική υγεία τού ατόμου.
Το δεύτερο ζήτημα το οποίο ανακύπτει κατά το στάδιο θεμελίωσης τού φόβου, είναι κατά πόσον είναι δυνατόν να αναμένεται από το άτομο η απόκρυψη τού σεξουαλικού του προσανατολισμού προκειμένου να αποφύγει την δίωξη μετά από την επιστροφή του στην χώρα καταγωγής ή σε τρίτη χώρα -η επονομαζόμενη και ρήτρα διακριτικότητας. Το ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ αμφότερα έχουν καταδικάσει την εφαρμογή τής ρήτρας διακριτικότητας, ενώ ίδια είναι και η θέση τής ΥΑΟΗΕ.
Η τέταρτη ομιλήτρια, κυρία Θεοδώρα Γαζή, Διδάκτωρ Νομικής και Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια Νομικής ΕΚΠΑ, Δικηγόρος, ανέπτυξε το θέμα τής προστασίας των ευάλωτων ομάδων στο πεδίο τής διεθνούς προστασίας. Η κυρία Γαζή διευκρίνισε ότι κάθε πρόσωπο μπορεί σε δεδομένη στιγμή τής ζωής του να χαρακτηριστεί ευάλωτο. Ατομικοί δείκτες ευαλωτότητας είναι, π.χ., η ηλικία, η υγεία, τα ψυχοσωματικά προβλήματα, η απώλεια αυτονομίας ή ελέγχου τής ζωής ως αποτέλεσμα τού αναγκαστικού εκτοπισμού από την χώρα καταγωγής. Από την άλλη, η ευαλωτότητα μιας ομάδας (συλλογική) συνδέεται με συστημικούς παράγοντες, π.χ., εμπόδια πρόσβασης σε βασικά αγαθά όπως η στέγαση, η εργασία, η εκπαίδευση και η δικαιοσύνη, υλικές στερήσεις, προκατάληψη, στιγματισμός και αρνητική στάση τής κοινωνίας απέναντι σε ορισμένη ομάδα. Η ευαλωτότητα ρυθμίζεται νομοθετικά τόσο στο προσφυγικό όσο και στο μεταναστευτικό δίκαιο, αλλά στο δεύτερο δεν έχει τόση σημασία όση στο πρώτο διότι οι μετανάστες μετακινούνται υπό ομαλότερες συνθήκες συγκριτικά με τις έκρυθμες συνθήκες υπό τις οποίες οι πρόσφυγες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την χώρα τους. Η ευαλωτότητα των αιτούντων άσυλο σχετίζεται και με το αίσθημα αβεβαιότητας εξ αιτίας της χρονοβόρας διαδικασίας εξέτασης των αιτημάτων ασύλου, του κινδύνου επαναπροώθησης στην χώρα καταγωγής, καθώς και του κινδύνου σύλληψης για παράνομη είσοδο ή διοικητικής κράτησης στην χώρα όπου προτίθενται να ζητήσουν άσυλο. Στο πεδίο τής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων η ευαλωτότητα εξετάζεται κατά τον έλεγχο παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία κατοχυρώνονται σε διεθνείς συμβάσεις.
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων τού Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δεν αναφέρεται στην ευαλωτότητα ατόμων ή ομάδων και δεν περιέχει εννοιολογικό ορισμό της. Η έννοια τής ευαλωτότητας προκύπτει από την νομολογία τού Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τού Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), και δη από την περιπτωσιολογική διαπίστωση τής ευάλωτης θέσης των προσφευγόντων (συνδυασμός πραγματικών περιστατικών, ατομικών χαρακτηριστικών και κοινωνικών συνθηκών). Ευάλωτες ομάδες κατά την κρίση τού ΕΔΔΑ αποτελούν, π.χ., τα παιδιά, τα άτομα με αναπηρία, οι Ρομά, οι αιτούντες άσυλο, οι αλλοδαποί που χρήζουν διεθνούς προστασίας, οι οροθετικοί, οι κρατούμενοι, η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας ή εμπορίας ανθρώπων. Για τους Ρομά και τους οροθετικούς το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι η προκατάληψη και ο στιγματισμός αποτελούν δείκτες ότι τα πρόσωπα αυτά κινδυνεύουν να παραμείνουν αόρατα και να αποκλείονται από την συμμετοχή στην κοινωνική ζωή, και παράλληλα συνιστούν τους λόγους για τους οποίους θεωρούνται ευάλωτα. Οι κρατούμενοι θεωρούνται ευάλωτοι λόγω της απόλυτης εξάρτησής τους από το κράτος, ενώ οι αιτούντες άσυλο λόγω του εκτοπισμού και των τραυματικών εμπειριών τους και κατά την διάρκεια τού ταξιδιού μέχρι την χώρα όπου αιτούνται άσυλο. Συνεπώς, σημαντικός παράγοντας για την διαπίστωση της ευαλωτότητας μιας ομάδας είναι ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν τα μέλη της να υποστούν βλάβη ή διακρίσεις.
Ειδικά ως προς την ευαλωτότητα των αιτούντων άσυλο, αυτή αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά από το ΕΔΔΑ στην απόφαση M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδος το 2011 (μεταφορά M.S.S. από Βέλγιο στην Ελλάδα ως χώρα πρώτης εισόδου, παρά τους ισχυρισμούς τού M.S.S. για συστημικά προβλήματα τής ελληνικής διαδικασίας ασύλου). Το Δικαστήριο υπογράμμισε τον απόλυτο χαρακτήρα τού αρ. 3 ΕΣΔΑ (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης), έκρινε ότι ο προσφεύγων, ως αιτών άσυλο, ανήκει σε μια ομάδα ιδιαίτερα μειονεκτούσα και ευάλωτη, η οποία έχει ανάγκη ιδιαίτερης προστασίας, καθώς και ότι τα κράτη έχουν υποχρέωση να προστατεύουν τους αιτούντες άσυλο στο έδαφός τους έναντι έσχατης υλικής ένδειας.
Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ διαβαθμίζει την ευαλωτότητα όταν προβαίνει σε έλεγχο παραβίασης των εκ της ΕΣΔΑ δικαιωμάτων. Στην υπόθεση Ilias και Ahmed κατά Ουγγαρίας εξετάστηκε αν οι συνθήκες κράτησής τους συνιστούσαν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην ευαλωτότητά τους, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ιατρικές βεβαιώσεις ότι έπασχαν από μετατραυματικό στρες, αλλά έκρινε ότι δεν ήταν πιο ευάλωτοι από άλλους ενηλίκους αιτούντες άσυλο οι οποίοι κρατούνταν το ίδιο χρονικό διάστημα, και ότι δεν παραβιάσθηκε το αρ. 3 ΕΣΔΑ. Από την κρίση τού ΕΔΔΑ συνάγεται ότι η διαπίστωση τής ευαλωτότητας δεν συνεπάγεται και παραβίαση τής Σύμβασης.
Στην απόφαση B.G. και άλλοι κατά Γαλλίας το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το αρ. 3 ΕΣΔΑ επιβάλλει θετική υποχρέωση στα κράτη να λαμβάνουν μέτρα για την πρόληψη της κακομεταχείρισης των ευάλωτων ομάδων. Η διαμονή οικογενειών με ανήλικα τέκνα σε σκηνές εντός δομής φιλοξενίας για διάστημα ανώτερο των τριών μηνών κρίθηκε ότι δεν αποτελεί απάνθρωπη μεταχείριση, διότι οι αιτούντες δεν περιήλθαν σε κατάσταση υλικής στέρησης, και οι γαλλικές αρχές έλαβαν μέτρα για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, διασφάλισαν περίθαλψη και πρόσβαση των τέκνων τής οικογένειας στην εκπαίδευση. Αν και αναγνωρίστηκε η ευαλωτότητα των αιτούντων, αυτοί δεν υπέστησαν απάνθρωπη μεταχείριση, και η ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή προστατεύθηκε, άρα δεν παραβιάσθηκαν τα άρθρα 3 και 8 τής ΕΣΔΑ.
Στην υπόθεση Hirsi Jamaa και άλλοι κατά Ιταλίας, το ΕΔΔΑ ασχολήθηκε με το Πρωτόκολλο 4 τής ΕΣΔΑ, το οποίο απαγορεύει την ομαδική απέλαση (επιβολή αλλαγής πλεύσης από τις ιταλικές αρχές στο πλοίο όπου επέβαιναν οι προσφεύγοντες και αποβίβασή τους στην Λιβύη). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ευαλωτότητα των προσφευγόντων οφειλόταν στην άρνηση τής Λιβύης να τους παρέχει πρόσβαση στο άσυλο και στον κίνδυνο διακριτικής μεταχείρισης.
Στην υπόθεση Μ.Α. κατά Βελγίου το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η έγγραφη συναίνεση υπό απέλαση αλλοδαπού στην εθελοντική επιστροφή του στην χώρα καταγωγής όντας υπό κράτηση δεν είναι έγκυρη. Έκρινε ότι οι αρχές εκμεταλλεύτηκαν την ευάλωτη κατάσταση του αιτούντος (βρισκόταν υπό κράτηση όταν υπέγραψε) και ότι έτσι παραβιάστηκαν τα άρθρα 3 και 13 τής ΕΣΔΑ.
Στην υπόθεση Rahimi κατά Ελλάδος το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο ανήλικος υπέστη ταπεινωτική μεταχείριση κατά την διάρκεια της κράτησής του (κακές συνθήκες φιλοξενίας και υγιεινής σε συνδυασμό με την ευαλωτότητά του ως ανηλίκου και ως εκ της προσωπικής του κατάστασης) και ότι έτσι παραβιάστηκε το άρθρο 3 ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, η παράλειψη εκτίμησης τού βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού (μη εξέταση εναλλακτικών τής κράτησης μέτρων) στοιχειοθέτησε παραβίαση τού αρ. 5 ΕΣΔΑ (μη νόμιμη κράτηση ανηλίκου).
Η ευαλωτότητα των μεταναστών που εργάζονται παράτυπα στην χώρα υποδοχής διαπιστώθηκε στην υπόθεση τής Μανωλάδας – Chowdury και άλλοι κατά Ελλάδος. Κατά πρώτον, το ΕΔΔΑ ερμήνευσε διασταλτικά την έννοια της αναγκαστικής εργασίας, που απαγορεύεται από το αρ. 4 ΕΣΔΑ. Επιπλέον, εκτιμήθηκε ότι οι 42 υπήκοοι Μπαγκλαντές, οι οποίοι εργάζονταν εξαντλητικά ωράρια υπό την επίβλεψη ένοπλων φρουρών, ήταν ευάλωτοι διότι δεν είχαν εναλλακτικούς πόρους ούτε άδεια διαμονής στην Ελλάδα. Η τελευταία κρίθηκε ότι παρέβη τις υποχρεώσεις της αποτροπής τής εμπορίας ανθρώπων και τιμωρίας των δραστών εξ αιτίας της αθώωσης των εργοδοτών από το ΜΟΔ Πατρών για το αδίκημα τής εμπορίας ανθρώπων.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το κοινό χαρακτηριστικό των ευάλωτων προσώπων, κατά την νομολογία τού ΕΔΔΑ, είναι η μειωμένη ικανότητά τους να αντιδράσουν όταν παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματά τους. Μπορεί δε να οφείλεται στην ηλικία, την υγεία ή τις κοινωνικές συνθήκες. Η ευαλωτότητα ενεργοποιεί την θετική υποχρέωση τού κράτους να λαμβάνει μέτρα ώστε το πρόσωπο ή η ομάδα να απολαμβάνει τα εκ της ΕΣΔΑ δικαιώματα. Η ευαλωτότητα, όμως, δεν αποτελεί αυτοτελή πηγή δικαιωμάτων.
Ενώ στο διεθνές δίκαιο όλοι οι αιτούντες άσυλο θεωρούνται ευάλωτοι, στο ενωσιακό δίκαιο, και συγκεκριμένα στο ΚΕΣΑ, μόνο ορισμένες ομάδες αιτούντων άσυλο ή αναγνωρισμένων προσφύγων θεωρούνται ως τέτοιοι. Οι Οδηγίες για την αναγνώριση, την υποδοχή και τις διαδικασίες αναφέρονται είτε σε ευάλωτες ομάδες είτε σε αιτούντες που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων. Σύμφωνα με την Οδηγία για την αναγνώριση (2011/95) και με την Οδηγία για την υποδοχή (2013/33) ευάλωτα άτομα είναι τα παιδιά (ασυνόδευτα ή μη), τα άτομα με αναπηρία, οι ηλικιωμένοι, οι εγκυμονούσες, οι μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα τέκνα, τα θύματα εμπορίας, τα άτομα με πνευματικές διαταραχές και τα θύματα βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών μορφών βίας. Επιπροσθέτως, στην ελληνική νομοθεσία ορίζονται ως ευάλωτοι και οι άμεσοι συγγενείς θυμάτων ναυαγίων και τα άτομα με σοβαρές ασθένειες (Ν. 4939/2022). Στην Οδηγία για τις διαδικασίες (2013/32) γίνεται αναφορά σε ευάλωτες ομάδες αλλά και σε πρόσωπα χρήζοντα ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων λόγω της προσωπικής τους κατάστασης (υγεία, ηλικία, φύλο, γενετήσιος προσανατολισμός, ψυχικές διαταραχές). Συνεπώς, οι ευάλωτοι δεν ταυτίζονται με τους χρήζοντες ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων: η δεύτερη ομάδα είναι ευρύτερη της πρώτης, αφού περιλαμβάνει, π.χ., γυναίκες ή ΛΟΑΤΚΙ. Η κυρία Γαζή τόνισε ότι και στο ΚΕΣΑ αλλά και στον Ν. 4939/2022 η ευαλωτότητα δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Αναφορικά με τους αιτούντες που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών προϋποθέσεων, το ΔΕΕ στην υπόθεση Addis έκρινε ότι μέσω της συνέντευξης παρέχεται στην αποφαινόμενη αρχή η δυνατότητα να αξιολογήσει την κατάσταση και την ευαλωτότητα του αιτούντος. Σύμφωνα με το αρ. 72.2 Ν. 4939/2022, μορφή επαρκούς υποστήριξης των ατόμων αυτών είναι, ανάμεσα σε άλλες, και η επιείκεια σε μη μείζονες ανακρίβειες και αντιφάσεις κατά την συνέντευξη, εφ’ όσον σχετίζονται με την κατάσταση τής υγείας τους. Μέσα από παραδείγματα αποφάσεων εθνικών αρχών (αδημοσίευτες), η ομιλήτρια κατέληξε ότι οι αρχές αξιολογούν την ευαλωτότητα, την ψυχική κατάσταση, τις επικοινωνιακές δεξιότητες, την ηλικία και το μορφωτικό επίπεδο για να εκτιμήσουν την αξιοπιστία των ισχυρισμών των αιτούντων διεθνή προστασία.
Σύμφωνα με την Οδηγία για τις διαδικασίες αλλά και τον Ν. 4939/2022, επιτρέπεται η υπαγωγή ευαλώτων και χρηζόντων ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων στις ταχείες συνοριακές διαδικασίες εξέτασης αιτημάτων ασύλου. Από αυτές τις διαδικασίες εξαιρούνται (δηλαδή εξετάζονται με την κανονική διαδικασία) μόνον οι ασυνόδευτοι ανήλικοι κάτω των 15 ετών, τα ανήλικα θύματα εμπορίας ανθρώπων, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών βίας, και οι αιτούντες που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων όταν δεν μπορεί να παρασχεθεί κατάλληλη υποστήριξη, ιδίως τα θύματα βασανισμού, βιασμού ή σοβαρών μορφών βίας.
Εν είδει συμπεράσματος, η κυρία Γαζή παρατήρησε ότι η Σύμβαση τού 1951 δεν μνημονεύει τις ευάλωτες ομάδες, εν τούτοις, η παύση ύπαρξης νομικού δεσμού τού αιτούντος άσυλο με την χώρα καταγωγής του γεννά την ανάγκη προστασίας του, και γι΄ αυτόν τον λόγο οι αιτούντες άσυλο χαρακτηρίζονται από το ΕΔΔΑ ως ευάλωτοι. Στο ΚΕΣΑ, από την άλλη, η ευαλωτότητα επαυξάνει την μέριμνα εκ μέρους τού κράτους υποδοχής. Πραγματική όμως προστασία επιτυγχάνεται με την ορθή εφαρμογή τού νομικού πλαισίου σε συνδυασμό με τον διορθωτικό ρόλο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και όχι με ευχολόγια και τεχνοκρατικές ρυθμίσεις, τις οποίες ενίοτε τα κράτη δεν εφαρμόζουν.
Μετά από την ολοκλήρωση των εισηγήσεων, ακολούθησε συζήτηση υπό τον συντονισμό του κυρίου Κούρτη.