
Ιστορικό πλαίσιο των μεταναστευτικών & προσφυγικών ροών προς την ΕΕ
2η θεματική ενότητα
Στις 6 Νοεμβρίου 2017, έλαβε χώρα η 2η θεματική ενότητα σεμιναρίου με τίτλο «Ιστορικό πλαίσιο των μεταναστευτικών & προσφυγικών ροών προς την ΕΕ», στην Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Αθήνα.
«Η Ελλάδα, ευρισκόμενη με το ένα πόδι μέσα στις ευρωπαϊκές πολιτικές και με το ένα πόδι έξω, έχει ένα ρόλο πιλοτικού μοντέλου της νέας πολιτικής της ΕΕ, για το πώς μπορούν να λειτουργήσουν τα hot spots και ως σημεία άφιξης, αλλά και ως σημεία συγκέντρωσης και απέλασης μεταναστών»
Αυτά δήλωσε μεταξύ άλλων η κα. Αγγελική Δημητριάδη, Ερευνήτρια του ΕΛΙΑΜΕΠ, ειδικός σε θέματα μετανάστευσης, χθες 6 Νοεμβρίου 2017, κατά την 2η θεματική ενότητα με τίτλο «Ιστορικό πλαίσιο των μεταναστευτικών & προσφυγικών ροών προς την ΕΕ» στο πλαίσιο του Εκπαιδευτικού Σεμιναρίου «Η Ευρωπαϊκή Διαχείριση του Μεταναστευτικού στην Ανατολική Μεσόγειο», που έλαβε χώρα στην Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Αθήνα.
Όπως ανέλυσε η κ. Δημητριάδη, η ευρωπαϊκή πολιτική για τη μετανάστευση περιγράφεται επί τη βάσει τριών αξόνων, δηλ. της «αποτροπής» της εισόδου παράτυπων μεταναστών, της «σύλληψης και της κράτησης» και της «επιστροφής». Αυτοί οι άξονες εντάσσονται στο πλαίσιο της ασφαλειοποίησης της μετανάστευσης, αλλά και της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ με τρίτες χώρες. Για την ΕΕ, τα ισχυρά εξωτερικά σύνορα λειτουργούν ως ανάχωμα για τις μεταναστευτικές ροές.
Περιγράφοντας το ιστορικό πλαίσιο στην ΕΕ, η ερευνήτρια ανέφερε ότι μέχρι και το 2011, η μετανάστευση δεν αποτελεί προτεραιότητα για την ΕΕ, καθώς μέχρι την περίοδο αυτή υπάρχει μεγάλη ζήτηση για εργατικά χέρια και μια τάση από κράτη –μέλη στρουθοκαμηλικής προσέγγισης. Σύμφωνα με την κ. Δημητριάδη, σε ένα γενικότερο πλαίσιο, η μετανάστευση μέχρι το 2011 χαρακτηρίζεται από παράτυπες μεταναστευτικές ροές σε Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα, από διμερείς πρωτοβουλίες συνεργασίας με γειτονικές χώρες, δίνεται έμφαση στην FRONTEX και η πλειονότητα των μεταναστών εισέρχεται νόμιμα και κάποιο ποσοστό αυτών διαμένει παράτυπα.
Το 2015 έχουμε την Ευρωπαϊκή Ατζέντα για την Μετανάστευση με επίκεντρο τη διαχείριση των προσφυγικών ροών, τη διακίνηση ανθρώπων και την ενίσχυση των εξωτερικών ροών. Διακρίνουμε μια επιθετική πολιτική της Ε.Ε με βασικό στόχο την αναχαίτιση των μεταναστευτικών ροών. Σήμερα, το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου (ΚΕΣΑ) εφαρμόζεται με την υιοθέτηση κοινών πρακτικών για όλες τις χώρες-μέλη και με την αναθεώρηση του προσδοκάται ένας δίκαιος επιμερισμός των βαρών. Στο σημείο αυτό επισημάνθηκε ότι κάποιες χώρες (Σουηδία, Γερμανία, Ολλανδία) έχουν μια πιο ολιστική προσέγγιση όσον αφορά το άσυλο, ενώ άλλες, όπως η Ελλάδα, όχι.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την κατάσταση του ασύλου στην Ελλάδα, η κα. Δημητριάδη ανέφερε:
«Ο νόμος του ασύλου και η υπηρεσία του ασύλου που έχουμε αυτή τη στιγμή είναι για τα ελληνικά δεδομένα εξαιρετικά καλά, αλλά σε σχέση με την πολιτική ασύλου εξακολουθούμε να έχουμε κενό, καθώς το άσυλο δεν είναι συνδεδεμένο με την ένταξη».
Ο κ. Άγγελος Τραμουντάνης, Ερευνητής του ΕΚΚΕ, μίλησε για τη διασύνδεση μετανάστευσης και ασφάλειας, αναφερόμενος στη διεύρυνση του πεδίου απειλής για τη ασφάλεια μιας χώρας, που περιλαμβάνει εκτός από την στρατιωτική, την οικονομική, πολιτική, κοινωνική και περιβαλλοντική ασφάλεια, σύμφωνα με την Σχολή της Κοπεγχάγης. Συνέδεσε, τις νέες μορφές ασφάλειας ως προς την μετανάστευση με την έννοια της «ασφαλειοποίησης» και το ρόλο της στην ανάπτυξη και υλοποίηση των διαφόρων πολιτικών μετανάστευσης. Αναφερόμενος ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδας, ανέφερε ότι, η κατασκευή της μετανάστευσης ως ζήτημα ασφάλειας που προκρίνει λύσεις στη λογική της ασφάλειας, καθώς και ο ρόλος των ΜΜΕ και των πολιτικών κομμάτων προς αυτήν την κατεύθυνση, λειτούργησε τελικώς αρνητικά προς τον κεντρικό στόχο της μεταναστευτικής πολιτικής, δηλαδή την μείωση των μεταναστευτικών ροών και της παράτυπης μετανάστευσης.
Επίσης, ο κ. Τραμουντάνης επικεντρώθηκε στη διαδικασία της ένταξης, θέτοντας αρχικά το θεωρητικό πλαίσιο, με αναφορά στην κοινωνική-οικονομική, πολιτισμική και πολιτική ένταξη των μεταναστών καθώς και στα δύο μοντέλα ενταξιακής πολιτικής, την αφομοίωση (assimilation) και την πολύ-πολιτισμικότητα (multiculturalism). Στη συνέχεια αναφέρθηκε σε τρία παραδείγματα χωρών που υιοθέτησαν τα μοντέλα αυτά, και ειδικότερα στη Γαλλία (αφομοίωση), το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ολλανδία (πολύ-πολιτισμικότητα) επισημαίνοντας την ανακολουθία μεταξύ θεωρητικής συγκρότησης των μοντέλων και της τελικής εφαρμογής τους, η οποία οδήγησε σε προβλήματα ένταξης και κοινωνικού αποκλεισμού (κυρίως στην δεύτερη γενιά μεταναστών), ενίοτε και σε ανοιχτές κοινωνικές συγκρούσεις ή και τρομοκρατικές επιθέσεις.
Περνώντας, τέλος, στην ευρωπαϊκή πολιτική ένταξης, ο κ. Τραμουντάνης εστίασε στις Κοινές Βασικές Αρχές για την Πολιτική Ένταξης των Μεταναστών στην ΕΕ (2004), και στη βάση του ορισμού της ένταξης ως μια «δυναμική, αμφίδρομη διαδικασία, αμοιβαίας προσαρμογής τόσο των μεταναστών όσο και των πολιτών των κρατών μελών» (Justice and Home Affairs Council, 19/11/2004). Τέλος, αναφερόμενος στο ιστορικό πλαίσιο της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής, επισήμανε το νομοθετικό πλαίσιο και τα προγράμματα νομιμοποίησης της δεκαετίας του ’90, όπου δόθηκε έμφαση στον περιορισμό της μετανάστευσης και την αποτροπή εισόδου και διαμονής μεταναστών. Ενώ από τη δεκαετία του 2000 η έμφαση δίνεται στην ενσωμάτωση, με την ανάπτυξη επίσης συστήματος ασύλου.